Σοφία Κολτσάκη

Η Σοφία (Φιφή) Κολτσάκη του Ιωάννου και της Έλλης, χήρα Ιωάννου Μέρμηγκα, γεννήθηκε το 1958 στην Άνω Μερά Μυκόνου. Ο πατέρας της δούλεψε στην κατασκευή της Σκάλας φόρτωσης, στο Συνεργείο επισκευών και στην Καντίνα.

Θυμάμαι με μεγάλη νοσταλγία εκείνα τα αθώα πρώτα σκιρτήματα και τον πρώτο μου έρωτα, που δεν ήταν άλλο από βλέμματα, χαμόγελα και πειράγματα και μετά ατέλειωτες ώρες κουβέντας με την Πόλα, η οποία βίωνε κάτι ανάλογο. Είχαμε και τον φόβο μη καταλάβει κάτι, από τη μεριά μου η μάνα μου κι από την πλευρά της Πόλας ο πατέρας της, κι εκείνα τα ένοχα… μυστικά μας ομόρφαιναν την ανία μας. Ο καιρός που ζήσαμε στο Μεταλλείο πέρασε με τις δυσκολίες που προανέφερα, μα και με αναμνήσεις γλυκές για μας τουλάχιστον τα παιδιά. Πάντως για τους γονείς μου ήταν το βασικό ερέθισμα για να πάρουν την μεγάλη απόφαση και να φύγουμε από τη Μύκονο για πάντα.
Όσον αφορά τη λειτουργία της Καντίνας, νομίζω ότι λειτουργούσε όπως κάθε καντίνα που εξυπηρετεί εργάτες. Θυμάμαι ότι οι γονείς μου έκαναν τις διάφορες προμήθειες από τη Χώρα και τα κουβαλούσαν μ’ έναν άσπρο σκαραβαίο (VW) που η Εταιρεία είχε παραχωρήσει στον πατέρα μου. Αυτό το αυτοκίνητο ήταν η μεγάλη μου αγάπη. Μέχρι που κάποια φορά μπήκα μέσα με τη Μαντούλα, εγώ στη θέση του οδηγού φυσικά –ήμασταν στην Άνω Μερά– και έκανα τη φυσιολογική κίνηση που έβλεπα να κάνει κι ο πατέρας μου μπαίνοντας στο αυτοκίνητο. Κατέβασα το χειρόφρενο λοιπόν και όταν άρχισε το αμάξι να τσουλάει, δεν ήξερα τι να κάνω και βρεθήκαμε μέσα στο χωράφι του Αϊ-Γιάννη.
Θα μπορούσα κι εγώ σαν τον μπαμπά μου να γράψω άπειρα περιστατικά εκείνων των χρόνων. Θα μείνω όμως σε ορισμένα πρόσωπα που πραγματικά δεν θα ξεχάσω ποτέ. Ένα απ’ αυτά ήταν η νοσοκόμα του Μεταλλείου, η κυρία Σοφία Χατζηγιάννη. Ήταν ένας χαρισματικός άνθρωπος και με μια ξεχωριστή κουλτούρα, τελείως διαφορετική από τη δική μας, μιας και ήταν μια αρχοντογυναίκα παλιά Αιγυπτιώτισσα. Μετά ήταν οι κόρες του Γανωτή, η Πόλα και η Τούλα, που είχα κόλλημα μαζί τους.
Θυμάμαι τον πατέρα μου πάντα να έχει μια βαθιά πίστη. Ποτέ δεν θυμάμαι να έβρισε όσα νεύρα κι αν είχε. Η μεγάλη του αγάπη κι ο σεβασμός για τα θεία λοιπόν δεδομένη. Μα στην Αγία Βαρβάρα, την προστάτιδα των μεταλλωρύχων και του πυροβολικού νομίζω ιδιαίτερη. Έτσι κάθε χρόνο, ακόμη και προτού να αναλάβουν τη Καντίνα, την ημέρα της γιορτής της, μας έντυναν με τα καλύτερά μας και πηγαίναμε όλοι στο Μεταλλείο. Θυμάμαι κάποια χρονιά που η μάνα μας ήθελε να μας βάλει καινούρια παλτό, και κάθισε νύχτα-μέρα για να μας τελειώσει δυο ίδια μπορντό παλτό, με χρυσά κουμπιά, που μας τα φόρεσε με μεγάλο καμάρι στη λειτουργία της Αγίας Βαρβάρας. Αυτή τη μέρα, μαζευόταν για τη γιορτή της όλο το νησί. Θυμάμαι τα λεωφορεία να πηγαινοέρχονται συνέχεια και να μεταφέρουν τον κόσμο. Όταν ανέλαβαν οι γονείς μου την Καντίνα έζησα πια από πρώτο χέρι το πανηγύρι. Θυμάμαι να καθαρίζουμε άπειρα κιλά πατάτες, τις οποίες έκανε η μάνα μου εξαιρετικές στον φούρνο. Εκείνο όμως που θα μου μείνει αξέχαστο ήταν τα άπειρα κιλά κιμά, που έπλαθε η φουκαριάρα κεφτέδες. Θυμάμαι να πίνουν απίστευτες ποσότητες ρετσίνας και να χορεύουν ασταμάτητα όλη μέρα. Και αργά το απόγευμα, όταν έφευγαν και οι τελευταίοι, να μαζεύουμε ατέλειωτα τραπέζια και να πλένουμε ατέλειωτες στοίβες πιάτων. Και τη μάνα μου και τη γιαγιά μου ξεθεωμένες από την κούραση. Τις επόμενες μέρες όλα γύριζαν γύρω απ’ τα όσα είχαμε ζήσει στο πανηγύρι. Για μένα, που πάντα μου άρεσε η μουσική και τα τραγούδια, πέρναγα ώρες ατέλειωτες σε μια κενή αίθουσα, μπροστά απ’ την Καντίνα, κάνοντας την τραγουδίστρια του πανηγυριού. Και όχι ότι έφερναν τραγουδιστές τότε. Άντε, καμμιά ’σαμπούνα και κάνα τουμπάκι. Εγώ όμως ανέβαζα το επίπεδο…
Κάθε απόγευμα πηγαίναμε μαζί με τη φίλη μου την Πόλα και ανάβαμε τα καντήλια της εκκλησούλας. Ήταν η πιο όμορφη ώρα για μένα. Γιατί καθόμαστε στο πεζουλάκι μετά, κι ονειρευόμαστε το τι θα κάνουμε φεύγοντας πια από τα Μεταλλεία. Κι όταν σκοτείνιαζε κι άναβαν τα φώτα στην Άνω Μερά καθόμουν στο πίσω σκαλάκι της Καντίνας και φανταζόμουν πως είμαι στο καράβι που θα μας πήγαινε στην Αθήνα. Γιατί δεν ήταν μόνο η μάνα μου που δεν άντεχε τη μοναξιά. Και για μένα ήταν αβάσταχτη η απομόνωση που βιώναμε. Ήταν κάτι εξωπραγματικό αυτό που ζούσαμε κι ας ήταν αρκετά τα παιδιά που ζούσαμε μόνιμα εκεί.
Δεν μπορώ ακόμη να ξεχάσω την αγριάδα του Βοριά, ακόμη και το καλοκαίρι, και την αγριάδα της θάλασσας που νόμιζες πως θα μας καταπιεί όταν αγρίευε. Δεν λέω για τους χειμώνες, που έτσι κι αλλιώς ήταν παντού δύσκολα. Λέω για τα μελτέμια του καλοκαιριού που στο Μεταλλείο ήταν λες και είμαστε στο μάτι του βοριά. Ακόμη και τώρα μετά τόσα χρόνια είναι πάρα πολλές οι φορές που ονειρεύομαι την αγριάδα της θάλασσας στα βόρεια του Μεταλλείου, μα και τον Βοριά να λυσσομανά. Μα υπήρχαν και μέρες ήρεμες και μέρες που τα νιάτα μας έκαναν τα δύσκολα να ξεχνιούνται. Αναπτύξαμε φιλίες ζεστές, παίξαμε, γελάσαμε, φλερτάραμε… Απολαύσαμε και κάποια αβαντάζ που πρόσφερε η Εταιρεία στους κατοίκους του οικισμού, όπως το ηλεκτρικό φως μιας και υπήρχαν γεννήτριες, περισσότερη ζέστη αφού είχαμε δωρεάν το πετρέλαιο για τη θέρμανσή μας, και τρεχούμενο νερό, πράγματα στα οποία η Άνω Μερά υστερούσε ακόμη. Εγώ βέβαια, δεν μπορούσα να τα αξιολογήσω αυτά σαν πλεονεκτήματα, γιατί αφ’ ενός ήμουν παιδί και αφ’ ετέρου έβλεπα τη μάνα μου μονίμως δυστυχισμένη. Έτσι ήμουν κι εγώ μονίμως έτοιμη για φευγιό. [επιστολή, Ιούνιος 2015]

Φυσικά, μια σημαντική παράμετρος της απόφασής των γονιών μου για τη μετακόμιση της οικογένειάς μας στον Πειραιά, ήταν και αυτό που περιγράφει ο πατέρας μου στο βιβλίο του –δηλαδή εμείς τα παιδιά τους τα οποία τελειώναμε ο ένας μετά τον άλλον το τριτάξιο Γυμνάσιο και δεν γινόταν να μας στέλνουν στις θείες ή μόνα μας στην Αθήνα–, όμως εγώ θέλω να προσθέσω ακόμα μία, καταλυτικής σημασίας:
Το καλοκαίρι του 1969, οι γονείς μου αποφάσισαν να πάρουν την Καντίνα του Μεταλλείου, για περισσότερα έσοδα μιας και ο μισθός του πατέρα μου δεν επαρκούσε για τη διαβίωση της επταμελούς –μαζί με τη γιαγιά Σοφία– οικογένειας. Η δουλειά της ταβέρνας έτσι κι αλλιώς δεν ήταν κάτι άγνωστο για την κυρα-Έλλη. Η μάνα μου είχε αγάπη για τη δουλειά της, μαγείρευε υπέροχα και γενικά είχε ανεβάσει σε άλλο επίπεδο την Καντίνα. Θυμάμαι τ’ αφεντικά –όπως αποκαλούσαν οι εργαζόμενοι τους Αμερικάνους διευθυντές–, ήταν κατενθουσιασμένοι και πάντα έλεγαν τα καλύτερα. Είχαν επίσης μεγάλη εκτίμηση κι αγάπη στον πατέρα μου, κι έτσι όλα στην αρχή ήταν ιδανικά.
Κατά τη διάρκεια, όμως, του ενάμιση περίπου χρόνου που κράτησαν την Καντίνα, η ζωή όλων μας ήταν πραγματικά δύσκολη. Τα σχολεία μας ήταν στην άλλη άκρη του νησιού και ήμασταν υποχρεωμένοι να ξυπνάμε ξημερώματα για να κατεβούμε στη Χώρα με τα λεωφορεία της πρωινής βάρδιας. Το μεσημέρι, αν για κάποιο λόγο χάναμε το λεωφορείο ή σχολάγαμε νωρίτερα, ήμασταν αναγκασμένοι να πηγαίνουμε με τα πόδια από την Άνω Μερά, που μας άφηναν τα λεωφορεία, μέχρι τα Μεταλλεία. Αυτές οι δυσκολίες, μαζί με πολλή κούραση, εξοντωτική για τη μάνα μου την έφτασαν σε σημείο απίστευτης εξάντλησης. Θυμάμαι ότι λιποθυμούσε και αμέσως μετά έπρεπε να σηκωθεί να συνεχίσει το μαγείρεμα. Μέχρι που σε κάποιο τέτοιο επεισόδιο, την πήρε ο πατέρας μου και την πήγε στη Αθήνα στους γιατρούς, οι οποίοι διέγνωσαν υπερκόπωση, όπως ήταν φυσικό.
Την Καντίνα, τις ημέρες που έλειψαν, την κρατήσαμε ο Δημήτρης ο αδελφός μου κι εγώ. Νομίζω ότι ήταν και η γιαγιά μου η Ανεζώ. Εγώ ήμουν στα 13 και ο Δημήτρης στα 15. Όμως τα καταφέραμε μια χαρά. Θυμάμαι τα πρωινά φλιτζάνια με τα γάλατα, που είχαμε τοποθετημένα σε παράταξη πάνω στον πάγκο και τους εργάτες να περνούν και να τα παίρνουν και να παραγγέλνουν και διάφορα πράγματα για να πάρουν μαζί τους. Τα αφεντικά έπαιρναν ένα πλήρες πρωινό με αβγά και μπέικον, και κασέρι σαγανάκι, που τρελαινόμουν να ξεκλέβω κομματάκια. Γάλατα και καφέδες και όλα αυτά τα φτιάχναμε εμείς, μια σταλιά παιδιά!
Η υπερκόπωση, μαζί με τον παράγοντα απομόνωση που άρχισε να βιώνει πηγαίνοντας να ζήσει στα Μεταλλεία, και που δεν είχε υπολογίσει απ’ την αρχή η μητέρα μου, ήταν η αφορμή για να πάρουν οι γονείς μου την απόφαση να φύγουν. Τη θυμάμαι να είναι πάντα δακρυσμένη, αγχωμένη, και φυσικά μετανιωμένη γι’ αυτή τους την απόφαση, που στην τελική ήταν μόνο δική της.
Ο πατέρας μου δεν μπορούσε να κάνει και πολλά για να τονώσει την ψυχολογία της, πέρα από τις εκδηλώσεις αγάπης, που έτσι κι αλλιώς ήταν τρόπος ζωής τους. Ποτέ δεν θα ξεχάσω την απέραντη αγάπη τους. Ποτέ από τη μνήμη μου δεν φεύγουν τα γλυκά λόγια που της έλεγε κάθε στιγμή. Και ποτέ από τη μνήμη μου δεν θα φύγουν τα γλυκά τους βλέμματα και οι μικρές –μα τόσο μεγάλες αποδείξεις αγάπης– που τις εκδήλωναν σε κάθε πράξη τους.
Έτσι το καλοκαίρι του 1971, μάζεψαν τα πράγματα μας και φύγαμε για πάντα από τη Μύκονο που μας γέννησε, μας έφτασε στην εφηβεία και μας σημάδεψε για όλη την υπόλοιπη ζωή μας, με μνήμες ανεξίτηλες, με αναμνήσεις που ακόμη και σήμερα, τόσα χρόνια μετά, είναι ό,τι πιο γλυκό μας έχει συμβεί. [Αφήγηση της ίδιας στο βιβλίο του πατέρα της Γιάννη Κολτσάκη, «Άνω Μερά, αγάπη μου!», έκδοση του Συλλόγου Γυναικών Άνω Μεράς Μυκόνου «Ανωμερίτισσες», 2015]