Σοφία Κουκά

Η Σοφία Κουκά του Αλέξανδρου και της Αννουσώς, χήρα του μιναδόρου Σπύρου  Κοντιζά, γεννήθηκε στη Μύκονο το 1933.

Ο Σπύρος ερχότανε πάντα 4 η ώρα. Κι αφού είχα αρμέξει τα ζωντανά μου και όλα, κι εσκοτείνιασενε, είχα βάλει έναν λο’ϊσμό άλλο: πως δεν είναι καλό αυτό. Και παίρνω δρόμο και πάω στο σπίτι του Νικόλα του Δάντου. Γιατί δουλεύανε μαζί. Θεός σ’χωρέσ’ την ψυχή του! Και του λέω, με χώρις να ξέρω: «Νικόλα, πες μου, ο Σπύρος εκλείστηνε στη γαλαρία! Τα ξέρεις εσύ;». Λέει: «Βρε Σοφία μου, και ποιος στα ’πενε;». Λέω: «Μου τα πούσανε », με χώρις να μου πούνε τίποτα. Λέει: «Βρε συ, εκλείστηνε, αλλά εγώ όντως  ήφυ’α , δεν τον είχανε ανοίξει ακόμα!». Λέω: «Κι εσύ δεν εμπήκες μέσα;». Λέει: «Εγώ πρόκαμα κι εβγήκα». Ε, λέω: «Πάει ο Σπύρος, ήσβησενε», είπα. Ο Σπύρος της «Μακριάς» να λέμε, ε; Τέλος πάντω’.
Φεύγω και δε’ με παίρνανε τα λε’φορεία, γιατί τα ξέρανε. Και πέφτω μες στη μέση στα λε’φορεία, στο δρόμο. Τι να κάνουνε; Μπορούσανε να με σκοτώσουνε; Λέω: «Μόνο αυτού θα σασε πιάσω». Και μπαίνω μέσα κι ήτανε η κουνιάδα μου η Μαρία του «Ψύλλου» μέσα! Τα ’μαθε και δε’ μ’ ειδοποίησενε! Και φεύγουμε και πάμε. Αλλά η Μαρία ήφυ’ενε. Εγώ ήστεξα  μέχρι τις 12-1 η ώρα τη νύχτα. Και ήτανε ο Γανωτής – το Γανωτή τονε πρόκαμες; Είχενε ένα τζιπάκι– και μου λέει: «Σοφία, έμπα μέσα στο δωμάτιο κι εγώ θα σ’ τονε φέρω το Σπύρο!». Κι αφού πάει να μπει μέσα στ’ αυτοκίνητο, κρεμιέμαι στο τζιπ από πίσω, κι αφού πέρασε κι επή’ε το μισό δρόμο, εγώ νταγιαντούσα με τα δυο μου χέρια. Και με βλέπει και σταματάει. Λέει: «Πας να με βάλεις για χρόνια φυλακή μέσα;». Λέω: «Νίκο, το Σπύρο θέλω να βρω ζωντανό! Μη με στέλνεις οπίσω, μη με πάρεις οπίσω, μη φωνάξεις και με πάρουνε πίσω!». Και μ’ αφήνει και πάω στη γαλαρία. Και ήτανε ο Ντεμένεος ο κουνιάδος μου –κι αυτός είναι πεθαμένος ο καημένος– και του μιλούσα και δε’ μου μίλανε· και την τρίτη φορά μου λέει: «Μη στεναχωριέσαι! Τώρα, τούτη τη δόση θα τονε φέρουμε!».
Πού να τονε φέρουνε; Ήφυ’α και τον άφηκα κλεισμένο μέσα! Μ’ επή’ανε στα σπίτια κι επερίμενα. Και σε μισή ώρα μου φέρνει το Σπύρο ο Γανωτής. Και βγαίνω όξω και μου λέει: «Σοφία μου, δεν έχω πάθει τίποτα, μη στεναχωριέσαι!». Και τον ήψαχνα και τον ήψαχνα. Τον ψηλαφούσα στα χέρια του… «Είσαι σπασμένος πουθενά, τα κόκκαλα;». Λέει: «Τίποτα!». Μασε παίρνει ο Γανωτής –ο Θεός σ’χωρέσ’ την ψυχή του, ήτανε πολύ καλός ά’θρωπος– και μασε φέρνει κάτω. Και στο δρόμο, εκεί στο Μοναστήρι, τα ’χασεν’ ο Σπύρος! Δεν ήξερε πού βρίσκεται. Λέω: «Τι ήπαθες;». Λέει: «Δεν ξέρω πού βρίσκομαι». Του ’στριψε. Κι ερχόμαστε κάτω και τονε βάνουμε στο κρεβάτι απάνω και μετά τόνε μπαρκάραμε στην Αθήνα. Τέλος πάντω’, φεύγει, ήκαμε καμμιά δεκαριά μέρες. Αφού έρχετ’ εδώ, ήπιασενε πάλι τη δουλειά.
Έγινε καλά, έπιασε τη δουλειά. Κι επήγαινενε 10 τη νύχτα κι εσκόλανε 6 το πρωί. Τη νύχτα! Μες στα νερά! Και μου ’φερνε κάθε μέρα το σλιπάκι του αποστυμένο από νερού. Και λέω: «Τώρα δε’ φορείς τίποτα από μέσα;». Λέει: «Τώρα έχω να φορέσω, εκεί που ήμουνα;». Ήτανε δράμα η ζωή του! Αλλά κι εμένα, πιο δράμα η ζωή μου! Τέλος πάντω’, επέρασε καμμιά βδομάδα, δυο βδομάδες, είκοσ’ μέρες; Και χτυπάει το μάτι του! Και χτυπάει το μάτι του και τονε μπαρκάρουνε πάλι. Εγώ, πού να πάω με τα μωρά παιδιά και με τα χτηνά, να καταστραφούμε τελείως; Και κάνω 15 μέρες να μάθω τι κάνει. Τι τηλέφωνα, τι αυτά, δε’ μ’ απαντούσανε τίποτα! Καμμιά φορά στις 15 μέρες, με παίρνει ο ίδιος τηλέφωνο –αφού βγήκενε απ’ την κλινική βέβαια– και μου λέει: «Μη στεναχωριέσαι, καλά είμαι και θα ’ρθω!». Αφού τον άκουσα δε’ μ’ ένοιαζε. Του λέω: «Αν χρειάζεσαι ακόμα κάτσε, οι δουλειές σου πάν’ εδώ ρολόι. Μη φοβάσαι! Τα παιδιά καλά είναι». Αχ, Παναγιά μου! Χριστέ μου! Του λέω: «Δε’ θέλω όμως να ξαναπάς στα Μεταλλεία πάλι». Γυρίζει και σκολάει απ’ τη δουλειά. Δεν ξαναπήγε.
Κι ανοί’ομε γαλατάδικο [1961;]. Κι αυτό θες ν’ ακούσεις; Κι ανοί’ομε γαλατάδικο. Μαζεύαμε τα γάλατα εδώ στη γειτονιά, πιο μακριά, και μας εφέρνανε τα γάλατα. Κάναμε κοπανιστές, επήζαμε τ’ροβολιές, εκάναμε τα πάντα. Καμμιά φορά εκουραστήκαμε πάρα πολύ – γιατ’ είναι κούραση αυτά τα πράματα. Λέει: «Θες να κάμομε ταβέρνα, Σοφία;» Λέω: «Ό,τι θες κάμε. Εγώ ό,τι και να κάμεις θα σ’ ακολουθήσω οπίσω, δε’ σ’ αφήνω!». Την κάμαμε την ταβέρνα. Την κάμαμε την ταβέρνα, λέει: «Εμείς τώρα έχουμε άλλες δουλειές, ας…». Αφού μας τη γυρεύανε, τη νοικιάσαμε. Και την είχενε δυόμισι χρόνια, και δεν επήγαινε καλά. Και λέω: «Σπύρο, ό,τι θες κάμ!ε». Έρχεται ο Νικολός, ο σ’χωρεμένος, ο «Ψαρός», και λέει: «Σπύρο, την κάνομε μαζί την ταβέρνα; Εσύ έχεις το μαγαζί, θα τα μοιράσομε τ’ άλλα, να τα κάνομε μαζί». Λέει: «Ναι!». Ήτανε πολύ καλός ά’θρωπος ο Νικολός. Γιατί, κάθισε δυο χρόνια κι ήθελε να φύγει, και λέει: «Εγώ θα φύ’ω, Σπύρο, θα στα παρατήσω». Λέει: «Άκου ’δώ να σου πω. Ό,τι θες Νικολό!», ήτανε ξαδέρφια, πρώτα ξαδέρφια. «Ό,τι θες κάμε». Λέω: «Τα μάτια σου τέσσερα! Θα την κρατήσομε την ταβέρνα!». Εγώ! Εγώ, το θηρίο! Σιγά σιγά λέω θα πα’αίνομε τα πράματα… Είχαμε και μοσχαράκια μικρά, γιατ’ είχαμε γελάδες. Είχαμε και αρνιά –30 πρόβατα– και τα σφάζαμε μέσα. Κι αρχινήξαμε με τα δικά μας. Και μετά, αφού αρχινήξαμε κι επιαστήκαμε –γιατί μας εκτίμησεν’ κι ο κόσμος–, ήφευγα κι επή’αινα στην Τήνο, εγώ!, με κρις κραφτ, με το Βασίλη το… Δε’ μπορώ να τον θυμηθώ. Ο Βασίλης. Εκαθούτανε κάτω, αλλά δεν ήκανε δουλειές! Και λέει του Σπύρου: «Εγώ, Σπύρο μου, θα την πηγαίνω τη γυναίκα!». Και φεύγαμε, και ήριχνε παραγάδια, κι εβάναμε τα παραγάδια ώσπου να πάμε στην Τήνο, κι όντως γυρίζαμε, εσ’κώναμε τα παραγάδια. Κι επηγαίναμε και με ψάρια στο Σπύρο! Αράζαμε στο Κάστρο. Επήγαινα στα τάκα τάκα, είχα πάρει το μάστορα εκεί πού ’χει τα μοσχάρια, και αντίς να πάρω δύο επήρα πέντε. Εγώ! Και μου λέει: «Τρελάθηκες, λέει, γυναίκα; Πώς θα τα ζήσομε;». Λέω: «Μη στεναχωριέσαι, γάλα έχομε!». Κι έβανα το δάχτυλό μου μέσα και τα τάιζα [για να νομίζουν ότι είναι θηλή, να πιπιλάνε].
Τα γιαούρτια ήτανε πολλά. Έβγανα 1.000, 1.200, 800, 500… Ναι, γιατί όταν δεν τα τελειώναμε… Τα πουλούσαμε, είχαμε τα μαγαζιά και τα πηγαίναμε, αλλά άμα περισσεύανε 100 γιαούρτια, τα βάναμε στο ψυγείο, δεν τα πετούσαμε! Κι είχα τα παιδιά, και λέει: «Μαμά, δε’ μας αφήνεις να πάμε σινεμά;». Λέω: «Αν μου βάλετε 1.000 γιαούρτια…», δυο ντουλάπια είχα, δύο μαγκάλια, – είχα μαγκάλια αποκάτω για να βγούνε σε δυόμισ’ ώρες. «Αν μου βάλετε 1.000 γιαούρτια, θα πάτε στο σινεμά». Σε μισή ώρα, τι λέω σε μισή ώρα, σ’ ένα δευτερόλεπτο, τάκα, τάκα, τάκα, τάκα, τα γιαούρτια το λοιπόν τα βάνανε. «Είμαστε έτοιμοι!». «Φευγάτε τώρα! Άμετε! Εγώ θα τα βάλω μοναχιά μου». Εγώ τά ’πηζα και τά ’βανα στα κεσέδια. Σε δυόμισ’ ώρες τα ’βγανα. Ερχότανε. Θα μασε δώκεις τώρα να πάμε και μια βόλτα; Λέω: «Δεν έχω λεφτά». Κι επηγαίνανε στο μπεσαχτά και κάνανε… [τον σείανε], και τα ψιλά κάνανε ντούκου, ντούκου, ντούκου, και λέ’ανε: «Κάλε, πατέρα, έχει λεφτά και δε’ μασε δίνει!». «Μη μ’ ανακατεύετε για λεφτά! Εγώ δεν είμ’ αφεντικό! Η μάνα σας είν’ τ’ αφεντικό!». Δεν ήπαιρνε ποτέ λεφτά ο Σπύρος. Ήθε’ να μου πει: «Δώσε μου χαρτζηλίκι». Και μια φορά τόνε ξέβρισενε ο Ντεμένεος. Δεν τη λέω τη λέξη αυτή που του ’πενε. Λέει: «Ντεμένεε, εγώ αφήνω μια δραχμή και βρίσκω δυο. Μπορώ, λέει, αυτή τη γυναίκα να μη την έχω αφεντικό; Εγώ, λέει, είμαι σπάταλος. Εγώ, μόνα πάρω 5 χιλιάδες στο χέρι, θα πάω να τα φάω. Εκείνη λυπάται να πάει να πάρει παπού’σια!». Και πάντα τα παπού’σια μου αποκάτω ήτανε τέτοια τρύπα! [δείχνει το μέγεθος] Τέτοιος ήτανε! Μπορώ να τονε ξεχάσω αυτόν τον ά’θρωπο; Και το παιδί μου, ωσότου ζω θα φωνάζω «Βούλα μου! ». Και «Σπύρο μου!». Πολλές φορές φωνάζω «Σπύρο!», κι απέ μετανιώνω και λέω «Βουλάκι μου, εσέν’ αγαπώ πιο πολύ! Εσέν’ αγαπώ πιο πολύ!» Δεν το ’χω δει στον ύπνο μου καθόλου. Οχτώ χρόνια, οχτώμισι, δεν ήβγαινα καθόλου αποδώ μέσα!
Θα σου πω και για τα πρώτα χρόνια του γάμου μας. Δεν υπάρχανε τίποτα λεφτά! Φτώχια! Και λέει: «Και τι θα πούνε ο κόσμος; Να φύ’εις απ’ οπού ’τρωες ένα κομμάτι ψωμί και να πεινάσεις στα χέρια μου, τα δικά μου;». Λέω: «Όταν μ’ ακούσεις δε’ θα πεινάσομε και οι δυο!». Και κόβαμε κάθε μέρα 12 γομάρια φρύ’ανα. Και τ’ αγκαλιάζαμε, και κόψαμε 100 γομάρια! Όλον τον Κούνουμπα! Και μετά ξεκινήσαμε. Μας τα ’δωκε, να πάρομ’ εμείς τα φρύ’ανα, και το «Καρμπονάκι», ο Θοδωρής ο γέρος, να πάρει την καλλουργιά, να τα σπείρει. Όχι λεφτά! Και κάθ’ απόγευμα λέω εγώ: «Έλα να πάμε με τρεις γαϊδάροι να μου τα φορτώσεις». Εφόρτωνα κι εγώ! Λέει: «Και ποιος θα τα πηγαίνει κάτω;». Λέω: «Εγώ! Μη στεναχωριέσαι!». Κι εκάμαμε λεφτά απ’ τα φρύ’ανα! Το ψωμάκι μας, τα ψώνια μας, τα πάντα μας, όλα! Είχαμε και το φουρνάρη το Μιχάλη, και τελευταία κανονίσαμε που είχαμε θερίσματα και τέτοια, και κόβομε άλλα 100 γομάρια! Και τα φέρνομε και τα στοιβάζομε στη Σωτήρα, εδώ αποπίσω. Και κάθ’ απόγεμα που σκολούσαμε, του ’λε’α: «Έλα να μου φορτώσεις τις γαϊδάροι, να τις πάω κάτω εγώ, κι εσύ άρμεξε!». Και κάθε μέρα φρύ’ανα, κάθε μέρα ήπαιρνα λεφτά εγώ! Και του λέω: «Ούτε πρόστυχια θα με πούνε, ούτε κλέφτρα θα με πούνε, ούτε τίποτα! Αυτά που κάνω είναι τίμιες δουλειές». Και μου ’λενε: «Αγράμματη γυναίκα! Για ιδέ γυναίκα που πήρα!» . Δεν ήμπαινε σ’ αλώνια ο Σπύρος μου. Αφού επήγαινε στη δουλειά κι ερχούτανε 4 η ώρα. Και τα ’βρισκεν’ αλιχνισμένα, ούλα έτοιμα. Κι ήλενε: «Μπράβο, βρε γυναίκα, ούλα τα κάνεις!». Και τα ’ξερεν’ η Βαγγελιώ κι ήλενε: «Αφού σου βρήκε, καλέ μαμά, το κουμπί σου, εμπόρειες να μην τα κάνεις;».
Είμ’ αγράμματη τελείως, δεν ξέρω γράμματα! Δεν ξέρω γράμματα καθόλου εγώ! Καθόλου! Με τρία ψηφία γράφω τ’ όνομά μου. Ναι, με τρία ψηφία! Και έχω περάσει αυτή τη δυσκολία με το Σπύρο, οι δυο μας! Και λέω: «Εγώ έχω το Σπύρο δίπλα μου!». Όλη η Μύκονο’ ήτανε δικιά μου που είχα το Σπύρο μου! Ήφυ’εν’ ο Σπύρος μου; Η Μύκονο’ για μένα δεν αξίζει! Φεύγει το παιδί μου; Λέω: «Τώρα ήχασα και τη ζωή μου!». Και κάνω οχτώ χρόνια –οχτώμισι χρόνια–, μόνο νεκροταφείο μ’ έβλεπενε. Κι επή’α στην κηδεία του συμπεθέρου μου, κι εκεί, απόμεινα με την καρδιά. Και με πήρανε με φορείο αποδώ. Ολοΐσια με κράτηξενε δυο μέρες εδώ το Κέντρο Υγείας
Στο μεταλλείο ήτανε με τον Κωσταντή τον κουμπάρο μου, του «Σβέρκου», κι εδουλεύανε μαζί. Κι ήτανε κι αυτός καλός εργάτης, δυνατός. Αλλά ήπαθενε χαλίκωση κι αυτός κι επέθανε. Και ο Δάντος, ο καημένος. Ήτανε καλός εργάτης στο Μεταλλείο. Κι αυτός το ίδιο ήπαθενε. Αρρώστησε και δεν εξαναπή’ενε στη δουλειά πια. Αλλά ήπαθενε μεγάλη πλάκα ο Δάντος μαζί μου, που του ’πα: «Ήμαθα πως εκλείστηνε ο Σπύρος», κι εγώ δεν ήξερα τίποτα. Λέει: «Και ποιος σ’ τα ’πενε εσένα;». Λέω: «Έλα Νικόλα μου, πες μου τα τώρα, μη μου τα κρύβεις, αφού τα ’μαθα!». Και μου ’πενε όλη την ιστορία. Εκλείστηνε με το μηχανικό, της Ανεζούλας τον άντρα . Αυτό είναι πιο σπουδαίο. Κι επιάστην’ η καρδιά του μέσα στη στοά. Δεν είχαν αέρα, τίποτα. Και πιάνει και κατουρεί στη χούφτα του, και του βάνει στη μύτη του, μήπως ανεστηθεί. Δεν ήξερε τι να κάνει, ο δόλιος. Λέει: «Μόνα  μείνω μοναχός μου, θα πεθάνω κι εγώ». Και του ’κανενε πρώτες βοήθειες. Τον ανέστησενε! Και ανοί’ουνε λίγο τη γαλαρία και φωνάζει ο Ντεμένεος αποκάτω: «Σπύρο, αν μπορείς, δώσε βουτιά και πέσε! Θα σε σώσομε! Και το μηχανικό». Και του λέει: «Θ’ ακ’λουθήσεις μαζί μου;». Λέει: «Όχι!». «Εγώ, γεια σου!». Ήτανε της Ανεζούλας ο άντρας. «Γεια σου, φίλε, εγώ φεύγω!». Και δίνει μια βουτιά, κι είχανε μέσα σ’ ένα καρό’σι μεγάλο και το ’χανε γεμώσει, κι είχανε βάλει σανά απάνω και να πέσει κάτω να μη χτυπήσει πολύ. Κι αφού, το λοιπό’, λέει «έρχομαι!», με το «έρχομαι!», ήτανε καμμιά δεκαριά άτομα και τονε πιάνουν στα χέρια. Κι ώσπου να τονε κατεβάσουνε, να, κι ο μηχανικός πίσω. Λέει: «Σου ’βαλα το κατουρλιό, αλλά σ’ έσωσα!». Τέλος πάντω’, ήτανε φίλοι κι εγινήκανε ακράτοι φίλοι. Του λέει: «Εγώ σε γλύτωσα απ’ τη ζωή». Μέχρι που πέθανε ήτανε ακράτοι φίλοι. Και τώρα η γυναίκα του, μόνα με δει –που έχει χρόνια να με δει–, ε δε μπορείς να φανταστείς τα φιλιά και τις αγκαλιές που κάναμε. Το καημένο! Κι αυτό χήρεψενε μικρό.
Ο «Στόλας» ο Σαντοριναίος; Ήτανε πολύ προκομένος, δραστήριος· και στο Μεταλλείο και σε όλα και στη δουλειά του. Ένας καλός ά’θρωπος. Αλλά ήτανε καλή κι η Ζωή η γυναίκα του κι επερνούσανε πολύ ωραία. Κι ανταμώνανε, κι εσμί’ανε με το Σπύρο –αποδώ ερχότανε– κι επηγαίνανε μαζί στο Μεταλλείο. Λέμε άντρακλας τώρα ο «Στόλας», νοικοκύρης ωραίος! Ήμαστε πολύ αγαπημένοι εδώ στη γειτονιά! Πολύ αγαπημένοι! Και μέχρι σήμερα.
Ο πατέρας σου ; Πέρναγε κι εφώναζε: «Κυρα-Σοφίααααα!» κι ήγνεφε με το χέρι του. «Πάει, τρελάθηνε», του ’λε’α του Σπύρου. Λέει: «Γιατί τονε λένε και Λωλάδα;». Αλλά είχανε μεγάλες αγάπες με τον πατέρα σου. Τρελές αγάπες, δε’ μπορείς να φανταστείς. Και γι’ αυτό τονε θυμάμαι και καθημερινώς τονε μακαρίζω. Κι εκεί που πορπατώ, τα θυμάμαι όλα… Τον άντρα σου να προσέχεις! Να τονε προσέχεις, γιατί… Δεν έχεις δυο παιδιά; Ο άντρας είναι που ανοί’ει το σπίτι σου! Και μετά, εγώ ήχασα τη Μύκον’ όλη με το Σπύρο που ’φυ’ε Αλλά, που ’φυε και το παιδί μου, ήχασα τη ζωή μου! Τέρμα! Δεν έχω άλλα. Τι να σου πω;».

[συνέντευξη-ηχογράφηση: Δ. Λοΐζου, 31-05-2015]