Στέλλα Σκουρλά
Η Στέλλα Σκουρλά του Βασιλείου και της Σταματίνας γεννήθηκε το 1983 στην Αθήνα. Εγγονή του Γιώργου Καπελέρη, θύματος θανατηφόρου ατυχήματος στα Μεταλλεία Μυκόνου στις 17-07-1964.
Ονομάζομαι Σκουρλά Στέλλα και είμαι εγγονή μεταλλωρύχου. Θα με ενδιέφερε πολύ να μοιραστώ μαζί σας πληροφορίες, μέσω της μητέρας μου και των αδερφών της, και να μάθω περισσότερα για τη ζωή εκεί. Όλοι οι πρόγονοι της μητέρας μου εργαζόντουσαν σαν λιγνιτωρύχοι και πολλοί έχασαν και τη ζωή τους – είναι άλλωστε γνωστό αυτό και για το μέρος από το οποίο κατάγομαι το Βιτάλο της Κύμης Ευβοίας. Ο παππούς μου Γεώργιος Καπελέρης εργάστηκε σε όλα τα έργα της περιοχής· και στο Λαύριο, στην Καλογρέζα, στον Άγιο Κωνσταντίνο Φθιώτιδος· και στην Πελοπόννησο κάποιο διάστημα είχε πάει. Στο τέλος, στη Μύκονο για λογαριασμό της Αμερικάνικης Εταιρείας ΜΥΚΟΜΠΑΡ, όπου και βρήκε φρικτό θάνατο. Ήταν 51 χρόνων και άφησε πίσω του 4 ορφανά κορίτσια – η μικρότερη η μητέρα μου. Σκοτώθηκε 17 Ιουλίου το 1964, ανήμερα της Aγίας Μαρίνας .Η μητέρα μου κι οι αδερφές της φτιάχνουν πρόσφορο κάθε τέτοια μέρα. Είχε συγκλονιστεί τότε όλο το χωριό, γιατί ήταν πάρα πολύ δυνατός σαν άνθρωπος. Η μυϊκή του δύναμη ήταν πάρα πάρα πολύ μεγάλη. Δηλαδή όταν θέλανε κάτι πολύ βαρύ να σηκώσουνε, παίρνανε τον παππού μου. Όταν θέλανε να σύρουνε άλογα, τον παππού μου. Είχανε χάσει κάποτε στα χιόνια κάποιους κυνηγούς και πήγε ο παππούς μου μιάμιση μέρα στα χιόνια μόνος του με το άλογο, και τους έφερε στο χωριό σώους και αβλαβείς. Ήτανε στον πόλεμο στην Εθνική Αντίσταση. Στο Ελ Αλαμέιν ήτανε αλεξιπτωτιστής.
Η μητέρα μου, όταν πέθανε ο παππούς μου, ήτανε 12 κι η θεία μου η Ελευθερία ήτανε 21. Η μητέρα μου θυμάται τα πάντα. Έχει πολύ καλή μνήμη. Εκείνη την περίοδο υπήρχε μεγάλη φτώχεια, ο παππούς όπως σας είπα πήγαινε σε πολλά μεταλλεία να δουλέψει, κι ο αδερφός του ο Άλκης δούλευε στην Τήνο. Ο παππούς μου έχασε τη γυναίκα του από καρκίνο το ’56. Κι επειδή είχε 4 κορίτσια, πήγε στη Μύκονο επειδή ήτανε περισσότερα τα χρήματα εκεί. Είχε πει μάλιστα στα παιδιά του, ότι θα δουλέψει λίγα χρόνια εκεί με σκοπό να αποκαταστήσει τα υπόλοιπα κορίτσια. Είχε ήδη αγοράσει ένα οικόπεδο στην Αθήνα με γραμμάτια και έστελνε τα χρήματα για να τα πληρώνουν τα κορίτσια. Όταν σκοτώθηκε ήταν πολύ μεγάλο το σοκ γιατί ήτανε και ορφανές από μάνα. Αυτός ο θάνατος όμως τις έφερε πιο κοντά, δηλαδή δεθήκανε πιο πολύ με σκοπό να επιβιώσουνε, γιατί τότε έπρεπε να πληρωθούν αυτά τα γραμμάτια. Η θεία Ελευθερία και η άλλη μου η θεία, που ήτανε δίδυμες, τα πλήρωσαν όλα δουλεύοντας όλη μέρα, για να πάει σχολείο η μικρότερη. Εντάξει, σπουδές και τέτοια δεν μπορέσανε να κάνουνε, αλλά δουλεύανε σαν τα σκυλιά νύχτα-μέρα.
Η μάνα μου έχει εικόνα ανεξίτηλη στο μυαλό της όταν φέρανε τον παππού μου στο χωριό. Συνοδευότανε από δύο άτομα απ’ τη Μύκονο. Μου είπαν ότι ήταν δύο νέα παιδιά και πολύ σοκαρισμένα, αλλά δεν μπόρεσαν μέσα στην τρέλα της στιγμής να τους ευχαριστήσουν. Θα ήθελα να μάθω ποιοι ήτανε αυτοί. Όταν σκοτώθηκε ο παππούς, πήγε ο αδελφός του ο Άλκης στη Σκύρο – γιατί εκεί είχε γίνει μάλλον η νεκροψία. Τον Άλκη γνώρισα σαν παππού εγώ. Πέθανε το ’90 κάτι. Είχε κρατήσει κάτι αυτός ο άνθρωπος. Είχε μεγάλο δέσιμο με τον αδερφό του. Για πολλά χρόνια μετά τον θάνατο του αδερφού του έκλαιγε συνέχεια – κι αυτός ανθρακωρύχος. Μια πενταετία πριν πεθάνει, λοιπόν, μου λέει: «Έχω κάτι να σου δώσω που θα το εκτιμήσεις». Και είχε κρατήσει ένα γράμμα, το οποίο ο παππούς μου είχε γράψει στις 16 Ιουλίου, μια μέρα πριν πεθάνει, και το γράμμα είχε φτάσει στους Καλημεριάνους, που ήταν τότε το Ταχυδρομείο, τρεις μέρες μετά τον θάνατό του. Μέσα στο γράμμα αναφέρει κάποια πράγματα για τη Μύκονο, και άλλα πιο προσωπικά· δηλαδή πώς είναι τα κεράσια, είχε τον νου του στο χωριό του, αλλά αναφέρει και για τη Μύκονο κάποιες δυσκολίες που υπήρχαν στο νησί, ότι οι άνθρωποι ήτανε πιο κλειστοί γενικά σαν κοινωνία. Δεν μπορούσαν να ενσωματωθούνε. Υπήρχε δυσκολία στην επικοινωνία
Όταν κανονίστηκε πρόσφατα η συνάντηση με τον κ. Κολτσάκη, η μητέρα μου μου είπε: «Δεν μπορώ να έρθω. Θα καταρρεύσω. Όμως να ευχαριστήσεις αυτόν τον άνθρωπο που τίμησε τη μνήμη του παππού σου». Γιατί εμείς δεν γνωρίζαμε ότι είχε γίνει αυτό το μνημείο. Για εμάς είναι πάρα πολύ σπουδαίο. Το πολέμησε πολύ, απ’ ό,τι είδα, να το φτιάξει ο κ. Κολτσάκης. Είναι πολύ σημαντικό· έκανε αυτή την προσπάθεια να φτιάξει αυτό το μνημείο για ανθρώπους που έδωσαν τη ζωή τους γι’ αυτό το τόσο μεγάλο έργο. Τόσο μεγάλο έργο και γι’ αυτό το νησί, που δεν είναι μόνο Τουρισμός. Είναι ιστορία της Ελλάδος κι αυτό το κομμάτι.
[συνέντευξη-βιντεοσκόπηση: Δ. Λοΐζου, 06-05-2017]