Φλώριος Ασημομύτης

Ο Φλώριος Ασημομύτης του Αναστασίου και της Μαρίας γεννήθηκε το 1930 στην Κουκουλού, της Άνω Μεράς της Μυκόνου. Απεβίωσε το 2015. Εργάτης επιφανείας.

Όντως  ήρθενε η ΜΥΚΟΜΠΑΡ εδώ, όσοι εθέλανε επή’ανε κι εγραφτήκανε κι επή’ανε μόνιμοι. Και ήτανε το μεροκάματό μας 44 δρχ. την ημέρα. Και μετά, ένας ένας, άμα εμάθαινες κι ήβανες φουρνέλα κι εγενόσουνε μιναδόρος, σου βάζανε παραπάνω, ειδάλλως αυτό ήτανε το μεροκάματό μας. Αυτοί που ήτανε μες στα Υπόγεια επαίρνανε περισσότερο. Ήτανε πιο επιτήδειοι για τη δουλειά. Εμείς, στα νταμάρια απέξω και στο Λούλο, ήτανε άλλη δουλειά, ήτανε στην Επιφάνεια. Αλλά μες στα Υπόγεια γενότανε οι ζημιές, όσες ζημιές εγενήκανε, όσοι εσκοτωθήκανε, εσκοτωθήκανε στα Υπόγεια.
Το ’55 πή’α. Αποκεί κι εκεί, ύστερα, εγώ μια δόση τα παράτησα. Μετά με ειδοποίησε πάλι ο Παρασκευάς ( = Παρασκευαΐδης) να πάω που με θέλει και με παρακάλειενε να πάω, κι εξαναπήγα. Μ’ αγαπούσενε πολύ ο Παρασκευάς. Αφού είχα σκολάσει κι ύστερα, είπε του Κωσταντή του «Αντωναρά»: «Ο Ασημομύτης πού είναι;». Λέει: «Στο σπίτι του». Λέει: «Πε’ του να ’ρθει, που τονε θέλω». Κι επή’α. Μου λέει: «Θέλω να ’ρθεις στη δουλειά». Λέου: «Δε’ μπορώ να ’ρθω, γιατί τώρα-τώρα εγώ θα πάω για τα μπάνια στην Ικαριά ». Λέει: «Θα σου δώκω εγώ άδεια». Και μου ’δωκεν’ άδεια… Θα ’καμα κάνα μήνα και μου ’δωκε ύστερα άδεια κι επή’α κι ήκαμα τα μπάνια στην Ικαριά. Τόσο μ’ αγάπανε, δηλαδή. Αλλά ήξερενε όμως ποιος δουλεύει και ποιος δε’ δουλεύει. Και πιο καλός αφεντικός από τον Παρασκευά “μέσα” , δεν ήτανε άλλος.
Πρώτα πρώτα πηγαίναμε κι εδίναμε “παρών” στο Νίκο το Γανωτή. Ο Γανωτής ήτανε οργοδηγός . Λοιπόν, αφού επή’αμε να δώκουμε “παρών”, λέει ο Παρασκευάς: «Δε’ θα φύ’ει κανένας τώρα». Ε, δώκαμε “παρών”, ήτανε όλοι εκεί, λέει: «Ακούτε, παιδιά. Εμείς θέμε Παραγωγή, αλλά θέλω να ξανοί’ετε  πρώτα τον εαυτό σας και μετά την Παραγωγή». Δεν το ’πενε κανένα αφεντικό αυτό στις εργάτες. Γι’ αυτό σου λέω ότι ήτανε πολύ καλός αυτός.
Εμείς εδουλεύαμε με τον Κωσταντή τον «Αντωναρά» με το μεροκάματο. Και πολλές φορές εδουλεύαμε και με τον τόνο. Πόσοι τόνοι εβγάναμε, τόσοι; Ερχότανε να το σηκώσουνε, να το πάρουνε. Ερχότανε, μάλιστα ο πατέρας σου  και το φόρτωνενε και το πα’αίνανε στην πλάστιγγα και το ζυγιάζανε: τόσοι τόνοι, με το τόσο, και μας εβγάζανε το λογαριασμό.
Αυτά είχαμε τραβήξει. Αλλά, που φεύ’αμε από της μάνας μου το χωριό  από πάνω ’δώ στη Ράχη, τα πρώτα χρόνια, κι επα’αίναμε από πίσω απ’ τον Αϊ-Λιά με τα πόδια, και με τα πόδια ερχόμαστε; Στις 7 η ώρα έπρεπε να είσαι ’κεί το πρωί. Δεν είχαμε δρόμο ετότε να πα’αίνει αμάξι. Μετά, εκάνανε τον παλιό δρόμο που πά’αινενε στον Αι-Λιά, τον εβολέψανε μόνο-μόνο  με εργάτες κι επα’αίνανε τ’ αφεντικά με το τζίπι. Τα τζίπια είναι σκληρά πολύ. Κι επα’αίνανε με το τζίπι τ’ αφεντικά μόνι. Εμείς με τα πόδια. Και μετά, που εκάμανε το δρόμο από “μέσα”, Πλυντήρια-Λούλο, επα’αίναμε σκη’ [= στης] Μακελίνας. Επέρνανε [= περνούσε] φορτηγό και μας επαίρνανε. Μετά τον κάμανε αποδώ, απ’ την Άνω Μερά, το δρόμο κι επήγαινε για το Λούλο. Κι επα’αίναμε ύστερα στο Μοναστήρι . Και μας επαίρνανε από το Μοναστήρι κι επα’αίναμε με μιαν κλούβα. Ήτανε ζόρια τα πράματα τότε. Τα χωριανά  και το μεροκάματο ευτού, είχαμε για να ζήσομε.
Είχενε βγει ένας νόμος που έλεγε, ότι όποιοι ήτανε ηλικιωμένοι, άμα εδούλευες μια 5ετία, ήπαιρνες τη σύνταξή σου. Την πήρενε ο Γιάννης ο «Κριός», ο Γιάννης το «Φοινάκι», ο Γιάννης ο Σιδερής, ο Κωσταντής της Φραγκίσκας. Αυτοί όλοι εδουλέψανε 5ετία κι επήρανε τη σύνταξη. Πολλοί! Πολλοί! Γι’ αυτοί κοι (= τους) α’θρώποι ήτανε πολύ τυχερό πέντε χρόνια να πάρουνε τη σύνταξή τωνε. Κι επήρανε σύνταξη. Εγώ μετά εκόλλαγα κι από την Αθήνα ένσημα. Κι εδώ που πά’αινα στο μεροκάματο κι επολέμουμε  και τα χωριανά όλα, μοσχάρια ήκανα, τα ζωντανά. Η γυναίκα μου πολέμανε τα γάλατα και τέτοια. Είχαμε αγώνα. Τέλος πάντων, καλά ’τανε.
Εκεί νοτινά από τα Πλυντήρια, εκάναμε το χαντάκι. Είχε περάσει το γκρέιντερ (grader) και το καθαρίζαμε. Εγώ, ο Δημήτρης ο «Γρεμπενιάς»… Είμαστε δυο-τρεις-τέσσερεις και μας είχενε οργοδηγό το «Φύσα». Το Γιώρη το «Φύσα». Απέναντι, λοιπόνι σε μας, ήτανε ο Λοΐζος ο «Κα’σαρός», ήτανε ένα συνεργείο κι εχτίζανε κοι [= τους] τοίχοι, που τα ’χε κόψει τα χωράφια η Εταιρεία κι εχτίζαν τα ντουβάρια. Εγώ με το Δημητράκη το «Γρεμπενιά» είχαμε ανοίξει μια κουβέντα: Ό,τι  και είχενε μπαντρευτεί κάποια, να πούμε, κι ο άντρας της δεν επά’αινε κοντά [για να συνευρεθούν ερωτικά]. Καμμιά φορά, ευτήνη εγδύθηνε –ψάρι!– κι εσάλτερνε απάνω στο κρεβάτι και λέει: «Φάε, μούναρε, το Γιώρη!». Ο Λοΐζος ο «Κα’σαρός», απέναντι τ’ άκουσενε. Λέει: «Κοι’ βλέπεις ευτοίνοι, μπαρμπα-Γιώρη;», του λέει του Φύσα, «για σένα τα λένε ευτοίνοι!». Λέει: «Δεν τα λένε για μένα οι πούστηδες. Άμα τα λέ’ανε για μένα, θα σ’κωνα το φτυάρι και θα κοι ’κοβα μες στη μέση!». «Φά’ τον το Γιώρη, μούναρε! Φά’ τον το Γιώρη!», εμείς. Κόβει, λοιπόν, και πάει στα Γραφεία και βρίσκει τον Γκαράνη, και του λέει: «Έτσι κι έτσι…». Ήθελε να μασε σκολάσει. Λέει ο Γκαράνης: «Και τι σου πούσανε [= είπανε];». Ε, αφού του τα ’πενε ίντα του πούσαμε, τον πήρανε τα γέλια τ’ αφεντικό, και ούτε ήρθενε τ’ αφεντικό εκεί καθόλου! Ξαραθύμησενε  ο ά’θρεπος!

[συνέντευξη-ηχογράφηση: Δ. Λοΐζου, 17-06-2014]