![](https://www.mykonos-mines.metal.ntua.gr/wp-content/uploads/2020/06/Fraskoula.jpg)
Φρασκούλα Αργουδέλη-Σκουλάξινου
Η Φρασκούλα Αργουδέλη του Γεωργίου και της Ζαχαρώς, χήρα Ζαννή Σκουλαξίνου, γεννήθηκε στην Άνω Μερά το 1935. Εργάστηκε ως τροφός στο σπίτι του Dan Martin.
Αυτοί οι άνθρωποι, τόσο που τους είχα αγαπήσει… Μα δε’ θα ’χουνε περάσει απ’ τον κόσμο άλλοι άνθρωποι έτσι. Κάθε βράδυ θα τους δω στ’ όνειρό μου. Μιλάω, ζω μ’ εκείνη την εποχή. Και θυμάμαι, που τότες, στο ξενοδοχείο το ΔΗΛΟΣ, γινότανε εκεί οι δεξιώσεις. Και ένα βράδυ, πήγα κι εγώ μαζί. Όταν βγαίνανε για έξω, κι εγώ μαζί! Και έπαιρνε ξένη κοπέλα να φυλάει την Πάμελα στο σπίτι, για να πάω εγώ μαζί. Κι ήτανε, δεν ξέρω αν θυμάσαι, έναν Καλογερά συμβολαιογράφο που είχαμε στη Χώρα με τη γυναίκα του, τον αστυνόμο, το συμβολαιογράφο, θυμάμαι δυο καθηγητές του Γυμνασίου –δεν είχαμε τότες Λύκειο, μόνο Γυμνάσιο στη Μύκονο– τους ανώτερους τέλος πάντων, και όλοι του Μεταλλείου οι άνθρωποι. Κι αφού άρχισε ο χορός, σηκώθηκε ο Martin να χορέψει και ο πρώτος χορός που σήκωσε να χορέψει κάποιον, ήμουνα εγώ! Βαλς! Δε’ το ξεχνάω! Μετά, φύγαμε στο σπίτι, τις αυγές πια, το πρωί, κι ήρθε κοντά μου κι έκατσε και μου λέει: «Φρασκούλα, ο κόσμος όλος είναι κακός, δεν ξέρουνε τι λένε. Όλοι με παρεξηγήσανε και με προσβάλανε, γιατί σηκώθηκα εγώ να χορέψω εσένα, και όχι τη γυναίκα μου πρώτα. Άλλα δεν ξέρουνε ότι όλοι είμαστε το ίδιο και ότι πρέπει να προσέχουμε περισσότερο τους άλλους απ’ τους δικούς μας ανθρώπους». Τότε μίλαγε λίγο Ελληνικά, αλλά μου τα ’λεγε…
Και τόσο που τα θυμάμαι όλα αυτά… Έχω μάθει πολλά πράγματα αποκεί. Πολύ ωραία χρόνια τότες, στα χέρια τους. Έζησα δηλαδή… Δε’ μπορώ να σου πω… Το μεσημέρι, έπλενα τα πιάτα εγώ και όλες τις δουλειές, το βράδυ με έπαιρνε απ’ τους νώμους και μου ’λεγε: «Eσύ θα καθίσεις τώρα εκεί, στον καναπέ! Θα τα πλύνουμε τα πιάτα εμείς!». Και τα έπλενε αυτός τα πιάτα με τη σύζυγό του. Δεν τα ’πλενα εγώ. Το βράδυ, εκείνοι. Ή το μεσημέρι. Μια φορά την ημέρα, τέλος πάντων.
Αγαπούσε πάρα πολύ την Πάμελα η μαμά της, το πρώτο παιδί κιόλας! Είχε τέσσερα παιδιά. Και την έπαιρνε αγκαλιά και της μίλαγε. Και μου λέει ο Martin: «Τώρα ξέρεις τι λέει αυτή, βρε;». Λέω: «Δεν καταλαβαίνω», λίγο καταλάβαινα. Της λέει: «Δεν υπάρχει πιο ωραίο μωρό από σένα, πουθενά! Μόνο εσύ είσαι το πιο γλυκό παιδί του κόσμου!» Μωρό όταν ήτανε… Όλα αυτά τα θυμάσαι πολύ! Τι να θυμάσαι και τι να μη θυμάσαι… Άνθρωποι ανεπανάληπτοι! Πολύ αγαπητός στον κόσμο! Δεν υπήρχε… Και ακόμα και τώρα, όποιος τον γνώριζε, δεν τον ξεχνάει αυτόν τον άνθρωπο. Άγγελος ήτανε! Άγγελοι ήτανε και οι δύο. Αλλά τόσο άσχημο τέλος είχε στη ζωή του. Αρρώστησε, έπαθε εγκεφαλικό μόλις πήρε τη σύνταξή του. Μου τα είπε η Πάμελα εχθές όλ’ αυτά, εγώ δεν τα ’ξερα, αλλά έκλαψε πάρα πολύ που τα θυμήθηκε η Πάμελα χθες, πάρα πολύ, και λέει : «Δεν θέλω να ζήσω να δω τέτοιο πράμα σε άνθρωπο στην οικογένειά μου!». Πολύ βασανίστηκε.
Όταν φεύγανε γι’ Αμερική διακοπές, θέλανε να με πάρουνε μαζί τους. Δεν είχα ακόμα παντρευτεί, ήμουνα λεύτερη ακόμα. Αλλά ο άντρας μου μ’ αγαπούσε, εγώ δεν ήξερα ότι θέλει για γάμο κι αυτά, εκείνος νόμιζε ότι εγώ… Μ’ είχε σίγουρη ότι θα με πάρει. Θα πηγαίναμε με το καράβι στην Αμερική, τότες, μέρες… Και μου είχε ράψει η κυρία Martin παντελόνι, επειδή λέει, θα ήμασταν δυο γυναίκες μοναχές. Μοναχές θα ταξιδεύαμε εμείς κι ο άντρας της θα ερχόταν αργότερα. Και θα κοιτάζουνε, λέει, στο καράβι όταν θα ανεβαίνουμε τα σκαλιά θα κοιτάζουν αποκάτω τα φουστάνια μας, εμάς. Και μου ’χε ράψει παντελόνι. Κι έμαθε ο άντρας μου ότι θα με πάρει Αμερική και πάει και τον πιάνει τον κύριο Martin και του λέει: «Αυτή τη γυναίκα που θες να πάρεις μαζί, δε’ θα την πάρεις!». Και δε’ μου ’πε τίποτα ο Martin να μη στεναχωρεθώ. Φύγανε χωρίς να μου το πούνε, και δε’ με πήρανε! Κόντευα να πεθάνω! Και η Βγενούλα με παρηγορούσε, του «Μπέμπη», που λέμε. Όταν έφτασαν στην Αμερική, μου το γράψανε στο γράμμα, ότι «έτσι κι έτσι, γι’ αυτό δεν ήρθες μαζί μας». Είχα το γράμμα χρόνια, τώρα δεν υπάρχει.
Όταν δούλευα μαζί τους, γεννήθηκε ο Αντώνης ο γιος μου, εφταμηνίτης, στο σπίτι του κ. Martin. Εκεί μέσα ήμουνα. Μέναμε μαζί, παντρεμένη εγώ πια, – ήμουν από ελεύθερη, και παντρεμένη συνέχιζα να είμαι εκεί, για λίγο καιρό μετά. Και δεν είχαμε ρεύμα, καθόλου. Μόνο το βράδυ άναβε η μηχανή του ρεύματος, στη Χώρα, το ’58 που γεννήθηκε ο γιος μου. Είχαμε φτιάξει μια κατασκευή με κόντρα πλακέ, έτσι ένα σα’ γέφυρα, ένα μικρό χαρτόκουτο, και είχαμε κρεμάσει επάνω δυο λάμπες. Ετότες είχαμε εμείς στον Martin γεννήτρια, και την άναβε νύχτα-μέρα, γιατί έπρεπε το παιδί να έχει μέσα εκεί σταθερή θερμοκρασία. Δεν είχαμε τίποτ’ άλλο για θέρμανση, τότες. Ενώ την άναβε συνήθως μόνο την ημέρα και το βράδυ 10 η ώρα τη σβήναμε τη μηχανή, που κοιμόμαστε, και ανάβαμε πάλι το πρωί. Τότες όμως, στην περίπτωση του παιδιού του δικού μου, άναβε νύχτα-μέρα, όλο το 24ωρο, για να έχει το παιδί μια θερμοκρασία σταθερή. Κι είχαμε το Θανάση το γιατρό τον Προυσάλογλου, δεν ξέρω αν τον θυμάσαι. Αυτός ερχότανε κάθε μέρα. Μια μέρα του ’πα: «Γιατρέ, να σας πληρώσω». «Δεν θέλω λέει, λεφτά! Όσα και να μου δώσεις, δεν με πληρώνεις! Την ψυχική οδύνη που τραβάω να φτάσω μέχρι εδώ…», γιατί κιντύνευε το παιδί, έζησε από θαύμα τότες. «Δε’ με πληρώνεις με τίποτα!», λέει. Ήτανε πολύ φίλος μας. Πολύ μεγάλη περιπέτεια.
Μια φορά που σε χάσαμε, μωρό, και ψάχναμε όλο τον κόσμο εκεί, γύρω γύρω, τα πάντα, πουθενά! Και λέει η μαμά: «Φρασκούλα, πήγαινε γρήγορα κάτω» –δεν είχαμε τηλέφωνα τίποτα– «να βρεις κάποιον κύριο να έρθει εδώ, με σχοινί» –είχαμε μια στέρνα τότες– «θα έχει πέσει, λέει, μέσα εκεί το παιδί και δεν το βρίσκουμε πουθενά». Πήγα κάτω, ήρθε ένας απ’ τη Χώρα, έφερε κάτι σκοινιά στην πλάτη, έψαχνε εκεί, πουθενά! Και πού ήτανε; Είχε πάει στο δικό μου δωμάτιο, είχε μπει κάτω απ’ το κρεβάτι μου και την είχε πάρει ο ύπνος με το «νάνι» – ένα πανί στο στόμα και μια πιπίλα! Δεν θα το ξεχάσω τι είχαμε περάσει!
Είπε στην Πάμελα εχθές ο αδερφός μου, ότι άνθρωποι, λέει, παλαβοί , ανάπηροι… τις είχαν εκεί για να φυλάνε – νυχτοφύλακες. Σ’ αυτά όλα, ο Martin ήταν ο αρχηγός! Θυμήθηκε κι έναν που ’χε δυο ραβδιά. Και ο Ζαννής ο «Ανάπηρος», ήτανε μ’ ένα πόδι, και τον είχανε φύλακα. Τώρα ένας φύλακας μ’ ένα πόδι, και ο άλλος με δυο μαγκούρες, να πάει τώρα ένας, μια έτσι να του κάνει, τον έριξε κάτω και έκανε ό,τι ήθελε. Για να τους βοηθήσει… Κι αυτοί οι άνθρωποι πήρανε σύνταξη αποκεί. Γιατί η Μύκονος δεν είχε τίποτα! Μεγάλη φτώχεια! Δουλεύανε οι άνθρωποι στο Μεταλλείο και το απόγευμα κάνανε στις δικές τους δουλειές, τα χωριανά, μ’ αυτά ζούσαμε πριν. Πολύ κόσμο βοηθήσανε έτσι. Ανήμποροι και παρακατιανοί, αυτούς προσπαθούσανε πολύ να βοηθήσουν. Ήτανε άνθρωπος!
Αυτοί, βρε παιδί μου, δεν ήτανε σαν εμάς τους Έλληνες. Ενώ είχανε ανώτερη θέση, ζούσανε κατώτεροι απ’ όλους τους κατώτερους. Ερχότανε στο σπίτι άνθρωποι να τον παρακαλέσουν να τους πάρει στο Μεταλλείο στη δουλειά, και φέρνανε πράγματα από ό,τι είχανε παραγωγή, και τους έλεγε: «Σας παρακαλώ, πάρτε τα πίσω να τα φάν’ τα παιδιά σας αυτά, στεναχωριέμαι γι’ αυτό, εγώ θα κάνω αυτό που μου ζητάς, αλλά κράτα τα για την οικογένειά σας, εγώ έχω να πάρω να φάω!». Και τους τα ’δινε πίσω με τον πιο ωραίο τρόπο.
[συνέντευξη: Δ. Λοΐζου – βιντεοσκόπηση: Δ. Καλφάκης, 03-07-2014]