Γεώργιος Πολυκανδριώτης

Ο Γεώργιος Πολυκανδριώτης («Μινέρβας») του Δημητρίου και της Ειρήνης, γεννήθηκε το 1951 στην Άνω Μερά της Μυκόνου. Εργάστηκε ως μηχανοτεχνίτης στο Συνεργείο (1964-1976).

Πήγα το ’64 στη ΜΥΚΟΜΠΑΡ κι εδούλευα Συνεργείο, βοηθός. Στην αρχή ήτανε ο Βαγενάς, ύστερα ήρθε ο Κωνσταντινίδης, λίγο καιρό βέβαια, κι ύστερα ήρθε ο μαστρο-Νίκος ο Βανέζης. Ο μαστρο-Νίκος πρέπει να ήρθε το ’67. Έμεινα μέχρι που πήγα φαντάρος, κι όταν γύρισα πάλι καναδυό χρόνια μόνο. Ο Μάρκος ο Βούλγαρης ήτανε, ο Νίκος ο Νάζος της Μαρίας που ήτανε στην Κοινότητα ο άντρας, ήτανε μαζί αυτοί, μαζί με το Δημήτρη το Γανωτή. Στο Συνεργείο, από Μυκονιάτες, μόλις πρωτοπήγα ήτανε ο Γιώργος, απ’ τη Μαού, ο Μπουγιούρης. Έφυγε ύστερα πήγε στις οικοδομές αυτός, οι δυο Δέτσηδες, Γιάννης και Γιώργος, οι οποίοι δεν ήτανε Μυκονιάτες. Ο πατέρας τους ο Θεοχάρης δούλευε στις γαλαρίες, ήτανε ξυλοδέτης, ήτανε μαραγκός. Βάζανε τα υποστυλώματα στις γαλαρίες αυτοί. Ύστερα ήρθανε οι Καρυδοπουλαίοι, ο Βαγγέλης και ο Θανάσης. Ήτανε ο αδερφός μου ο Μανόλης. Στις γαλαρίες ήτανε πάρα πολλοί Μυκονιάτες. Ο Γιάννης ο Γανωτής, μαραγκός κι αυτός, ξυλοδέτης ήτανε. Ήτανε κι ο πατέρας του Βαγγέλη, ο Θανάσης ο Γανωτής. Ήτανε κι ο Βαγγέλης. Οι οδηγοί όλοι περάσανε αποκεί. Ύστερα πήρανε λεωφορεία ή ταξί.
Τότε, εκείνη την εποχή, δηλαδή από το ’68 μέχρι που έφυγα εγώ, είχε πάρα πολύ κόσμο. Δουλεύανε 250 άτομα θυμάμαι, τρεις βάρδιες, βαπόρι ερχότανε κάθε ένα-ενάμιση μήνα, έπαιρνε 12-15.000 τόνοι.
Δεν υπήρχε δρόμος τα πρώτα χρόνια, κι επηγαίνανε με τα πόδια στο Τηγάνι. Και γι’ αυτό είχανε φτιάξει και τις παράγκες και όλοι όσοι δουλεύανε εκεί –βέβαια λίγος κόσμος, καμιά τριανταριά άτομα– όλοι κοιμότανε σε παράγκες μέσα, οι οποίες ήταν αποπάνω με πισσόχαρτο. Οι συνθήκες ήτανε πολύ δύσκολες τότε, αλλά ο κόσμος, αφού δεν είχε άλλη δουλειά, ούτε οικοδομή ούτε τίποτα, πηγαίνανε κι εδουλεύανε. Ήτανε κι ο πατέρας μου. Κι η μάνα μου καντινιέρισσα. Εγώ πήγαινα μόνο το καλοκαίρι όταν έκλεινε το σχολείο. Το καλοκαίρι, ωραία! Αυτοί, τότε που ήμουνα εγώ, τα βράδια αφού δεν είχανε τηλεόραση ούτε ράδιο ούτε τίποτα, εδούλευε κατάβρεγμα, μπουγέλωμα, ξύπνημα, γαϊδάρους τους πηγαίνανε και τους βάζανε μέσα στις παράγκες. Αφού δεν είχανε τι να κάνουνε… Ήτανε όπως στο Στρατό. Είχαμε ένα φύλακα το βράδυ, ήτανε ο μπαρμπα-Ζαννής ο Χανιώτης, του παπα-Καλλίνικου ο πατέρας. Ήτανε μ’ ένα χέρι. Και τον είχανε απ’ τις 10 το βράδυ μέχρι το πρωί. Είχε μια σφυρίχτρα και τραβούσε καμιά σφυριά μην έρθει τίποτα, κανένας ψαράς και τους πάρει τις δυναμίτες Η αξία τότε ήταν οι δυναμίτες. Τους είχανε εκεί στη γαλαρία απέξω, κι ήτανε ο μπαρμπα-Ζαννής κι εφύλαγε όλη νύχτα.
Η ΜΥΚΟΜΠΑΡ τότε που ήρθε βοήθησε πολύ τη Μύκονο. Πρώτα πρώτα δεν υπήρχε δρόμος. Όλοι οι δρόμοι σχεδόν τις έκανε η ΜΥΚΟΜΠΑΡ, εκτός από το δρόμο της Άνω Μεράς. Και στο Καλό Λιβάδι η ΜΥΚΟΜΠΑΡ τον έκανε το δρόμο, και παντού, στις παραλίες, και στην Ελιά, και στο Αγράρι. Στο Αγράρι θυμάμαι είχε πάθει και ζημιά το γκρέιντερ (grader) και το σέρναμε με τον Παναγιώτη . Δυο μέρες κάναμε να το πάμε στη ΜΥΚΟΜΠΑΡ “μέσα” . Η περιοχή ήτανε πολύ απότομη και βραχώδης και δεν υπήρχαν και τα μηχανήματα. Με κάνα φουρνέλο, και μόνο με τα μηχανήματα της ΜΥΚΟΜΠΑΡ ό,τι γινότανε. Ακόμη και στον Πάναρμο ήτανε μισοφτιαγμένος, και πάλι η ΜΥΚΟΜΠΑΡ τον έφτιαξε, γιατί απ’ τον Πάναρμο πήγε κι επήρε δείγματα. Είχε κι εκεί μια γαλαρία μικρή, αλλά δεν ήτανε εκμεταλλεύσιμη και την αφήσανε – εκεί στον Άγιο Σώστη. Το πολύ μετάλλευμα ήτανε εδώ βορειοανατολικά. Ήτανε στα Γιαλούδια, στο Τηγάνι και στην Αεροπορία, στον Αι-Λιά αποκάτω. Εκεί ήτανε όλη η δραστηριότητα. Και ο Λούλος που ήτανε το Εργοστάσιο και το ’κανε σα’ τσιμέντο και το σάκιαζε και το φόρτωνε στα βαπόρια.
Με το «Λωλάδα» πολύ καλή συνεργασία είχαμε. Θυμάμαι μια μέρα που ήτανε πάρα πολύ κρύο και ήτανε η μπολντόζα στον Αϊ-Λιά και ήθελε να την πάμε στο Λούλο γιατί θα ’ρχότανε βαπόρι. Και του λέω: «Παναγιώτη, δε’ μπορείς να την πας, γιατί κάνει πάρα πολύ κρύο, και δε’ θα πάρει μπρος!». Λέει: «Μη σε νοιάζει! Θα βάλουμε μπρος!». Πάμε εκεί, προσπαθεί να την ξεκινήσει… Ούτε μπρος έβαλε… Και την αφήσαμε… Και σ’ όλο το δρόμο μου ’λεγε: «Εσύ φταις! Γιατί το ’πες απ’ την αρχή!». «Βρε, Παναγιώτη», του λέω, αφού, όπως ανεβαίναμε, γιατί είχε το δρόμο τότε απ’ την Αγία Βαρβάρα κι ανεβαίναμε απάνω στον Αϊ-Λιά, δεν ήτανε η Μονάδα της Αεροπορίας ακόμα, και όπως ανεβαίναμε όπου έτρεχε το νερό είχε παγώσει, είχε κάνει κρυσταλλάκια. Κι άλλη μια φορά εκεί κάτω προς το Τηγάνι, δούλευε στο νταμάρι και του φύγανε κι οι δυο ερπύστριες. Και περάσαμε μεγάλη περιπέτεια για να τις ξαναβάλουμε. Και με το γκρέιντερ, το πρόβλημα το σοβαρό που είχε τύχει ήταν αυτό στο Αγράρι. Άλλα προβλήματα με τον Παναγιώτη δε’ θυμάμαι να ’χαμε. Ήτανε φοβιτσιάρης μόνο, κι άμα πηγαίναμε μαζί και οδήγαγα, μου ’λεγε: «Μην τρέχεις!». Μόλις βρίσκαμε ανήφορο, μου ’λεγε: «Τώρα, τρέχα!». Του λέω: «Μη μου λες “τώρα τρέχα”, γιατί θα βρούμε και κατήφορο!». Μου ’κανε τέτοια, ναι. Και μια φορά με το Θεόφιλο το Γανωτή, ήμαστε βράδυ, εγώ και ο Θεόφιλος, στο Λούλο. Είχε βαπόρι και δουλεύαμε, στο φορτωτή ο Θεόφιλος κι εγώ με τη μπολντόζα, και σπρώχναμε για να πηγαίνει στο σιλό. Και του ’χε πει του Θεόφιλου να τον αφήσει το φορτωτή αυτόνε εκεί για το πρωί, του είχε πει ο Παναγιώτης από το βράδυ στις 11 η ώρα που ’ρθαμε εμείς. Ο Θεόφιλος όμως δεν τον άφησε, παρέ τον πήρε, που ’τανε πιο καλός αυτός ο φορτωτής, κι έφερε τον πιο παλιό. Και μόλις ήρθε ο Παναγιώτης κι είδε τον παλιό: «Γαμώ την κολυμπήθρα σου, κερατά, εγώ τι σου ’πα;» Και του ’δινε κάτι μπουνιές στα πόδια. «Εγώ δε’ σ’ έμαθα, ρε; Γιατί έφερες τον παλιό φορτωτή;». «Εγώ, λέει, Παναγιώτη; Μου είπανε». Εκείνος συνέχιζε. Και μένα, άμα μου ’λεγε κάτι και νόμιζε ότι δεν το ’κανα: «Εμένα ρε, που όταν περνούσες απ’ το σπίτι με φοβόσουνα κι έκλαιγες;». «Τώρα μεγάλωσα, του λέω, Παναγιώτη».

[συνέντευξη-ηχογράφηση: Δ. Λοΐζου, 31-01-2016]