Γεώργιος Μπουγιούρης – Άννα Ν. Μανδηλαρά-Μπουγιούρη

Ο Γεώργιος Μπουγιούρης του Νικολάου και της Ευαγγελίας γεννήθηκε στην Άνω Μερά της Μυκόνου το 1945. Εργάστηκε ως οδηγός (μέσα δεκ. ’60 έως 1971).
Η Άννα Μανδηλαρά του Νικολάου και της Ειρήνης, σύζυγος Γεωργίου Μπουγιούρη, γεννήθηκε στην Άνω Μερά το 1944 Είναι κόρη του πιστολαδόρου επιφανείας Νικόλα Μανδηλαρά.

Σπίτι μας μένανε οι βουτηχτάδες. Είχαμε τον καπτα-Νικόλα που ’τανε απ’ την Ερμιόνη, κι είχε το καΐκι που είχε τους βουτηχτάδες. Τους πήγαινα κάθε πρωί με το γάιδαρο στο Λούλο, τότες που ξεκίνησε η κατασκευή της Σκάλας το 1956, και τα μεσημέρι τους μάζευα – τον καπτα-Νικόλα και τον καπτα-Σαράντη. Τότες εκάμαμε το μεγάλο μπλόκι, αυτό που είναι μέσα στη θάλασσα, το οποίο το ’χαμε κάμει απάνω –ο Γιάννης ο Σιδερής με τους εργάτες– και μετά το ρίξαμε με γρύλους στη θάλασσα, με κατρακύλια. Ήτανε του «Ρούχου» το καΐκι, και το ’πιασε δυο φορές και το πήγανε με τη μπίγα και το φουντάρανε. Κάθε Κυριακή ήμαστ’ εκεί. Τότες ήρθε ο σ’χωρεμένος ο Martin και μου λέει: «Γιώργο, άλλα είναι τα νούμερα που ’ναι στα Μεταλλεία “μέσα”  κι άλλα είναι στο Λούλο». Εγώ θα ’χα το 11 νούμερο, αλλά επειδής ήμουνα μικρός σε ηλικία δεν ήθελα να πάω στο Μεταλλείο. Και ήτανε κι ο Γιακουμής του «Κουτελακιού» που ’χει το Σούπερ, ήτανε απάνω στη μαούνα συντηρητής. Μετά, αφού ρίξανε το μπλόκι, ξεκινήσανε και κάμανε τη Σκάλα. Ο Γερμανός Walter με το Δημήτρη τον Αναστασίου και τον Κολτσάκη. Όλοι αυτοί ήτανε ετότε.
Είχαμε και τον μπαρμπα-Παναγιώτη το «Λωλάδα» με τη μπολντόζα, κι έφτιαχνε τους δρόμους, και μας έκανε τις πλατείες κάτω εκεί στο Λούλο. «Γαμώ την κολυμπήθρα σου, Βενιζέλο, μη με πειράζεις!». Τονε πειράζαμε με το «Μινέρβα», τονε σκάγαμε τον καημένο. Σου ’κανε τα σχέδια [χειρονομίες] που ’κανε του «Αντωναρά»; Βίος αβίωτος, βίος αβίωτος!
Εγώ το ’60 έφυγα κι επήγα στην Αθήνα, και μετά απ’ το Στρατό ξαναγύρισα στη Μύκονο, εδώ. Κι ετότες επήγα κι εδούλεψα με την κλούβα κι εκουβαλάγαμε με το σ’χωρεμένο τον Κώστα τον «Όλια», με το Mercedes που το ’χανε σα’ λε’φορείο, κουβαλάγαμε τους εργάτες απ’ τη Χώρα και τους πηγαίναμε “μέσα”. Μόλις δίνανε 7 η ώρα το “παρών”, μετά τους παίρναμε τους κάναμε διανομή στις γαλαρίες. Έκατσα κοντά ένα χρόνο με την κλούβα, και μετά αγόρασα του Ζαννή του Σκουλάξινου το αμάξι, που δούλευε αργολαβία το πλυμένο πράμα, αυτό που έβγαζε το Πλυντήριο και το πηγαίναμε στο Λούλο. Το μήνα έπρεπε να πάω 3-4 χιλιάδες τόνοι. Αλλά ήτανε τόσο βαρύ το πράμα που δεν έβαζε το φορτηγό πολύ απάνω. Έβαζε 6-7 τόνοι, όχι παραπάνω. Κι ετότες επαίρναμε στον τόνο 7 δραχμές. Το πετρέλαιο μας το ’δινε η Εταιρεία. Εδούλεψα μέχρι το ’71 εκεί. Μετά πήρα το αυτοκίνητο –το αγόρασα όλο– του Ζαννή, κι έφυγα από την Εταιρεία.
Είχαμε δουλέψει και με τα Γιούγκλις (Euclid) αυτά τα μεγάλα φορτηγά που κουβαλάγαμε απ’ τις γαλαρίες το βαρύτη στο Σπαστήρα για το Πλυντήριο, και μετά στο Λούλο πάλι το πράμα που είχε πλυθεί, για να φύγει. Δουλέψαμε και στο Φυρέ, αλλά όχι μέσα. Εμείς δουλέψαμε όλο επιφάνεια και κουβαλάγαμε πράμα. Ο Φυρές ήτανε μια γαλαρία που κατεβαίνανε με τα Terex ετότες κάτω κι επαίρνανε το πράμα, το βγάζανε έξω με φορτωτές Terex, κάτι μηχανήματα που μπαίνανε μέσα στη γαλαρία.
Ο Δημήτρης ο Γανωτής, στο Ηλεκτρολογείο “μέσα”, ήτανε 2η βάρδια, κι επηγαίναμε κι ετρώγαμε 7 η ώρα. Μια δόση, ο Δημήτρης, για να πειράξει το σ’χωρεμένο το Στάμο, πάει από πάνω και βάζει ένα “παξιμάδι” μες στο μπουρί μ’ ένα σύρμα και μια “τρίχα”. Και να ’χομε το σ’χωρεμένο το Στάμο να κοιτάζει δεξιά-αριστερά να δει από που χτυπάει το μπουρί, και να μη μπορεί να το βρει. Και μετά πιάνομε ένα γάτη που ’χε ο Φώτης με τη Φωτούλα, οι Καντινιέρηδες, και τoνε χαϊδεύομε και τoνε πιάνομε. Του λέω: «Ανέβα στη σκάλα!». Ανεβαίνει στη σκάλα, κι όπως είναι το μπουρί, η σωλήνα χοντρή, πάμε και βάνομε με την κεφαλή το γάτη μέσα. Και φεύγει η γωνιά η κάτω αφού εφρακάρισε το μπουρί, φεύγει η γωνιά και γένεται η Καντίνα γυφταριό μέσα, μαύρη. Τι να πεις γι’ αυτό το παιδί. Καλό παιδί! Κι όλοι αυτοί, οι Γανωτήδες, ήτανε καλά παιδιά. Δεν είχανε πειράξει ποτέ άνθρωπο! Τίμιοι. Κι ο σ’χωρεμένος ο μπαρμπα-Γιάννης ο πατέρας του, κι ο μπαρμπα-Θανάσης ο θείος του. Όλοι αυτοί που ήτανε απ’ την Εύβοια ήτανε πολύ καλοί ανθρώποι!

ΑΝΝΑ: Στο Λούλο, μου ’λενε ο πατέρας μου που πά’αινα εκεί: «Για άμε, φώναξε του Γιάννη να σου δώκει…», δε’ θυμούμαι γιατί μ’ έστειλε. Ο Γιάννης ο Ασημομύτης ο («Γύφτος») επολέμανε  εκεί τα γύφτικά του. Είχανε ένα δωμάτιο κι ήτανε, ο Μανόλης, ετούτος εδώ ο Παλυκανδριώτης, κι εβάστανε ένα τηγάνι κι ετηγάνιζενε εκεί… τ’ άντερά του, δεν ξέρω ίντα ’κανενε. Ο Γιάννης λοιπόν ήλε’νε, άμα ’θελε να τονε γυρεύει κανένας: «Παρακαλώ, ποιος είναι; Τι ήθελες, κοπέλα μου; Εδώ είναι το «Κέντρο των Σαχλών», παρακαλώ!».

[συνέντευξη-ηχογράφηση: Δ. Λοΐζου, 04-02-2016]