Bradley Bauer

Ο Bradley (Brad) Bauer γεννήθηκε το 1939 στο Summerville, South Carolina, της  Αμερικής. Σπούδασε στο Colorado School of Mines in Golden, USA. Προσλήφθηκε ως μηχανικός μεταλλείου της ΜΥΚΟΜΠΑΡ το 1969 και εξελίχτηκε σε γενικό διευθυντή ΜΥΚΟΜΠΑΡ Μυκόνου-Μήλου (1969-1975).

Λέγομαι Bradley Bauer και δούλεψα από το ’69 στη ΜΥΚΟΜΠΑΡ για 6 χρόνια – έφυγα το ’75. Πέρασα πολύ όμορφα στο νησί και η εργασία μου ήταν 6 ημέρες την εβδομάδα για 10 ώρες την ημέρα. Η εταιρεία στην οποία ανήκε η ΜΥΚΟΜΠΑΡ ήταν η αμερικάνικη DRESSER INDUSTRIES, μια παγκόσμια εταιρεία πετρελαίου, η οποία και δραστηριοποιήθηκε σε μια μεγάλη περιοχή στην Μύκονο με σκοπό την εξόρυξη βαρύτη. Τα ορυχεία ήταν υπόγεια και το μετάλλευμα συγκεντρώνονταν στην “πλατεία”, καθαριζόταν και γινόταν διαλογή. Το μέγεθος ήταν περίπου όσο ένα χαλίκι. Στη συνέχεια πήγαινε στον Λούλο από όπου και φορτωνόταν σε πλοία με διάφορους προορισμούς ανά τον κόσμο, αλλά κυρίως προς Αμερική και Αφρική. Κάποια από τα πλοία κατευθύνονταν και στη Θάσο καθώς εκεί διενεργούσαν εξόρυξη πετρελαίου εκείνη την περίοδο. Επίσης στο νησί της Μήλου έκαναν εξόρυξη μπεντονίτη και τον έστελναν στον Λούλο για να επεξεργαστεί, να συσκευαστεί και να φύγει με τα πλοία προς σχετικούς διεθνείς προορισμούς.
Δεν γνωρίζαμε πολλά για τη Μύκονο προτού να έρθω να εργαστώ εδώ. Με τη γυναίκα μου είχαμε επισκεφτεί κάποιες φορές την Αθήνα, σαν ενδιάμεσο σταθμό κατά τα ταξίδια μας από την Αφρική, αλλά τελειώνοντας τη σχολή ήμουν αποφασισμένος να δουλέψω πέρα από τον Ατλαντικό και, από όλα τη σημεία του κόσμου σχετικά με το επάγγελμα μου, θεωρώ ότι η Μύκονος ήταν το πιο ευνοϊκό μέρος. Όταν αρχικά φτάσαμε στη Μύκονο το ’69 ήταν φυσικά πολύ διαφορετικά από ό,τι σήμερα. Μέναμε στη Χώρα και θυμάμαι ότι οδηγώντας καθημερινά για να πάω στα Μεταλλεία, έβλεπα ανθρώπους να κόβουν το σιτάρι με χειρωνακτικό τρόπο σε όλες τις πλαγιές που αυτή τη στιγμή βρίσκονται μαγαζιά και ξενοδοχεία. Ήταν ένα μικρό νησί με περίπου 4.000 κατοίκους εκείνη την περίοδο. Ο κόσμος και οι κάτοικοι του νησιού ήταν εξαιρετικοί και γενικά η ζωή ήταν πολύ πιο ήσυχη από ό,τι είναι οι ρυθμοί της σήμερα. Πηγαίναμε σε πανηγύρια και γιορτές και οι ντόπιοι μας υποδέχονταν με χαρά και αυτή η ζεστασιά ήταν που μας έκανε να αγαπήσουμε τόσο πολύ τη ζωή εδώ. Τα πρώτα 3 μου παιδιά γεννήθηκαν στην Ελλάδα και έζησαν τα παιδικά τους χρόνια στη Μύκονο. Το βράδια μπορούσες να αφήσεις τα παιδιά στο σπίτι και να βγεις, διότι, αν ξυπνούσαν, σίγουρα ένας γείτονας θα τα είχε έγνοια. Αυτό φυσικά έχει αλλάξει τη σήμερον ημέρα αλλά είναι ευχάριστο ότι η Μύκονος είναι πλέον ένας διεθνούς φήμης προορισμός και αυτός ο τόσο φιλόξενος κόσμος της απολαμβάνει τους καρπούς της τουριστικής βιομηχανίας.
Όταν ξεκινήσαμε στη ΜΥΚΟΜΠΑΡ, οι περισσότεροι εργάτες και το προσωπικό ήταν ντόπιοι, αλλά με τον καιρό και εν όψει της αναγνώρισης της τουριστικής αξίας της Μυκόνου οι περισσότεροι έσπευσαν να επενδύσουν σε ξενοδοχειακές μονάδες και δωμάτια προς ενοικίαση. Έτσι το μεγαλύτερο ποσοστό των εργατών προέρχονταν από άλλα μέρη κυρίως της Βόρειας Ελλάδας (από τα Τρίκαλα και επάνω) και όπου ήδη υπήρχαν μεταλλεία. Πολλοί βέβαια από τους αρχικούς εργάτες παρέμειναν μέχρι και το κλείσιμο των μεταλλείων το ’85 περίπου. Οι Μυκονιάτες ήταν εργατικοί και ανθεκτικοί στη δουλειά, δεν είχαμε ποτέ πρόβλημα με το προσωπικό εδώ. Επίσης είχαν δίψα για γνώση και έτσι πολλοί Μυκονιάτες σύντομα έγιναν από απλοί εργάτες, χειριστές φορτηγών και μηχανημάτων κατά τη φόρτωση των πλοίων και έτσι βγήκαν από την υπόγεια εργασία. Η έμφυτη επιχειρηματικότητα των Μυκονιατών είχε ως αποτέλεσμα να επενδύσουν τα όποια χρήματα είχαν την ευκαιρία να βγάλουν από την απασχόληση τους στα Μεταλλεία σε ακίνητα και τουριστικές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία ’54-’64.
Η ΜΥΚΟΜΠΑΡ επίσης έκανε διάφορες ευεργεσίες στο νησί. Π.χ. κάλυπτε τα έξοδα θέρμανσης (πετρέλαιο) των σχολείων κατά τους χειμερινούς μήνες, διάνοιξε διάφορους δρόμους του νησιού κ.τ.λ. Αργότερα, καθώς ο τουρισμός έγινε η κύρια πηγή εσόδων των κατοίκων, τα μεταλλεία σταμάτησαν να έχουν τον κυρίαρχο ρόλο στην οικονομία του νησιού. Περί το ’65, οδηγούσαμε από τη Χώρα για Άνω Μερά –και μάλιστα περνούσαμε μέσα από την καρδιά της Άνω Μεράς καθώς δεν υπήρχαν δρόμοι στην περιοχή. Η ΜΥΚΟΜΠΑΡ ζήτησε κάποιες εκτάσεις και από την Εκκλησία με σκοπό να διανοίξει δρόμους και να οδηγήσει έναν συγκεκριμένο προς τον Λούλο. Στη συνέχεια κτίστηκε η μονάδα επεξεργασίας και φόρτωσης εκεί. Ο Παναγιώτης Λοΐζος, που ήταν πρωτεργάτης στο οδικό δίκτυο της περιοχής, καθώς οδηγούσε το γκρέιντερ (grader) σε καθημερινή βάση, περνούσε και πατούσε όλους τους δρόμους, καθώς η συνεχής ροή των φορτηγών τούς καταπονούσε και χρειάζονταν τακτικότατη συντήρηση. Η διαδρομή αυτή ήταν από τα Μεταλλεία προς τον Λούλο, όπου τα γεμάτα μετάλλευμα φορτηγά ξεφόρτωναν, και στη συνέχεια φόρτωναν υλικά και καύσιμα από το καΐκι του «Μαδούπα» που τα έφερνε από την Αθήνα, για να τα μεταφέρουν στα Μεταλλεία, εδώ δηλαδή όπου στεκόμαστε τώρα, στη λεγόμενη πλατεία.
Όταν με προσέλαβε η Εταιρεία και ήρθα εδώ στη Μύκονο για να ξεκινήσω δουλειά, υπήρχε ένας ακόμα Αμερικανός ο Richard (Dick) Schmittel, ο οποίος ήταν το αφεντικό μου. Αμέσως με έβαλε να συνεργαστώ με τον Νίκο Γανωτή που ήταν ο εργοδηγός Υπογείων εργασιών εκείνη την περίοδο. Είχα ήδη κάνει μια πρόχειρη προσπάθεια να μάθω κάποια Ελληνικά πριν ξεκινήσω από το Κολοράντο, αλλά το πρώτο πράγμα που έκανα μόλις έφτασα, ήταν να μάθω όλες τις ορολογίες σχετικά με την μεταλλεία στα Ελληνικά, οπότε ρωτούσα τον Νίκο πώς λέγεται αυτό, εκείνος μου εξηγούσε, εγώ κρατούσα σημειώσεις και το βράδυ μελετούσα. Μου πήρε περίπου ένα μήνα για να μάθω όλες τις απαραίτητες λέξεις, ώστε να μπορώ να γνωρίζω τα πάντα στα Υπόγεια. Ο Παναγιώτης Ροδόπουλος ήταν ο υπεύθυνος στις γαλαρίες εκείνη την περίοδο και μετά από 6 μήνες ανέλαβα εγώ τη συγκεκριμένη θέση. Στις 07:00 κάθε πρωί είχαμε το “παρών”, δηλαδή παίρναμε παρουσίες, και από εκεί στέλναμε τους εργάτες με φορτηγά στα διάφορα σημεία του έργου, άλλαζαν ρούχα και έμπαιναν στις γαλαρίες για δουλειά, αφού παίρναμε πρωινό και συζητούσαμε τι ήταν στο πλάνο να γίνει κάθε μέρα. Εκείνα τα χρόνια ήμουν ακόμη καπνιστής και θυμάμαι ήταν η ξεχωριστή στιγμή της ημέρας όταν πήγαινα στο “μέτωπο”, στο σημείο δηλαδή που γινόταν η διάνοιξη ή εξόρυξη, και τότε σταματούσαν για να τους κεράσουμε ένα τσιγάρο, ήταν στιγμή που μοιραζόμασταν αυτή την απόλαυση και κάναμε πλάκα. Εμείς προσπαθούσαμε να μιλήσουμε τα σπαστά Ελληνικά μας, που με τον καιρό γίνονταν καλύτερα κ.τ.λ.
Αλλάζαμε βάρδιες στις 07:00, στις 15:00 και στις 23:00, καθώς είχαμε 3 βάρδιες το 24ωρο. Η σχέση με τους εργάτες ήταν άριστη. Θυμάμαι υπήρχε ένα υποτυπώδες Σωματείο, αλλά δεν είχε χρειαστεί ποτέ να παρέμβει στις εργασιακές σχέσεις, ίσως επειδή ήμασταν υπό καθεστώς δικτατορίας εκείνα τα χρόνια στην Ελλάδα. Σαν Αμερικανοί, όταν ξεκινήσαμε να διευθύνουμε εμείς το Μεταλλείο –για κάποια περίοδο το διηύθυναν Έλληνες μηχανικοί και υπήρχαν θέματα με τις μηνιαίες μετρήσεις της προόδου–, φροντίζαμε να είμαστε επακριβείς στις μετρήσεις μας και, αν υπήρχε διαφωνία, μετρούσαμε εκ νέου με παρουσία των εργατών και πληρώναμε βάσει αυτού του αποτελέσματος, για να είναι ξεκάθαρο προς όλους. Έτσι λοιπόν δεν υπήρχαν ιδιαίτερα παράπονα και ήμασταν όλοι ευχαριστημένοι.
Τώρα που το σκέφτομαι, θα πρέπει να αναιρέσω το παραπάνω περί άριστης σχέσης… Όταν φορτώναμε το ενσακισμένο υλικό στο πλοίο, ήταν πολύ βρόμικη δουλειά με πολλή σκόνη και παίρναμε τους εργάτες από τις γαλαρίες γι’ αυτή τη δουλειά. Κατά στιγμές λοιπόν μου τηλεφωνούσε ο Μήτσος, ο υπεύθυνος από τον Λούλο, και μου ανακοίνωνε πως οι εργάτες είχαν βγει από το πλοίο, οπότε έμπαινα γρήγορα στο αμάξι μου και ο Dick στο δικό του, και τρέχαμε στον Λούλο, να κατέβουμε οι δυο μας στο αμπάρι του πλοίου και να συνεχίσουμε τη δουλειά. Ένα πράγμα που έμαθα τότε σχετικά με την Ελληνική κουλτούρα της εργασίας είναι πως υπήρχε ένας άγραφος νόμος βάσει του οποίου «εάν το αφεντικό δουλεύει δεν υπάρχει περίπτωση να κάθονται οι εργάτες ακόμα και αν είναι ώρα διαλείμματος, γιατί είναι προσβολή». Μετά από κάποια χρόνια, αναβαθμίσαμε την ποιότητα των σακιών και δεν είχαμε σκισίματα και παρόμοια προβλήματα, ώστε να αποφύγουμε παράπονα και απώλειες υλικού κατά τη φόρτωση.
Το κτήριο που βλέπετε πίσω μου είχε αρχικά χτιστεί βάσει αυτού που λέμε στην Αμερική “στεγνωτήριο του μεταλλείου”. Είναι μια τυπική εγκατάσταση σε όλα τα μεταλλεία που είχα εργαστεί στην Αμερική και η χρήση του είναι η εξής: Οι εργάτες άπλωναν τα ρούχα τους μετά τη δουλειά σε γάντζους ψηλά, και έτσι, όταν έρχονταν το πρωί, τα έβρισκαν στεγνά διότι είχαν στεγνώσει όλο το βράδυ από τον εξαερισμό με τον οποίο ήταν σχεδιασμένος αυτός ο χώρος – άλλαζαν πριν το “παρών”, ώστε να είναι έτοιμοι για δουλειά όταν τους πάρουν τα φορτηγά. Ο Dick Schmittel, ήταν ο γενικός διευθυντής τότε, και έλεγε πως πρέπει να φτιάξουμε έναν παρόμοιο χώρο εδώ στα μεταλλεία, κοντά στην πλατεία. Μέχρι να φτιαχτεί αυτό, οι εργάτες έρχονταν κατευθείαν με τα ρούχα τους στη δουλειά και όπως σας είπα νωρίτερα, τους οδηγούσαμε στη “μπούκα”, την είσοδο της γαλαρίας, άλλαζαν και έφταναν στο σημείο εργασίας τους κατά τις 07:30, σε αντίθεση με τις 07:00 που έπρεπε να ξεκινήσουν δουλειά. Οπότε χτίσαμε τον χώρο πίσω μου για να γίνει καλύτερη διαχείριση του χρόνου, όμως αυτό προκάλεσε τη δυσανασχέτηση των εργατών. Ο Τάσος Παπαδόπουλος είπε ότι θα χρειαστούν χρόνο για να συνηθίσουν τη νέα διαδικασία και ότι πρέπει να γίνει σταδιακά και χωρίς πίεση. Οπότε πέρασε ένα Σαββατοκύριακο κατά το οποίο κάποιοι από τους εργάτες άλλαζαν τα ρούχα τους εδώ και κάποιοι όχι. Τότε ο Dick έχασε την υπομονή του και είπε ότι «πρέπει να εφαρμοστεί άμεσα ο νέος τρόπος, παρά τις αντιδράσεις», και έδωσε ανακοίνωση την επόμενη ημέρα κιόλας ότι όποιος δεν αλλάζει στο “Στεγνωτήριο” τα ρούχα του κατά την άφιξη, δεν θα πηγαίνει για δουλειά. Οπότε οι μεταλλωρύχοι αντέδρασαν, παρέμειναν είτε στο “Παρών” είτε κάπου εδώ γύρω, και δεν πήγαν για δουλειά. Τότε, κατά τις 12:00 το μεσημέρι, ο Dick εγκατέλειψε τις προσπάθειές του και είπε ότι μπορούν να συνεχίσουν με τον τρόπο που έχουν συνηθίσει! Αυτό λοιπόν ήταν το τέλος του χώρου ως “Στεγνωτήριο” και στη συνέχεια το χρησιμοποιήσαμε ως αποθήκη ή σαν χώρο ψυχαγωγίας, όταν κάναμε πανηγύρια και εορτασμούς, διότι ήταν ένας άνετος χώρος με καλή κυκλοφορία αέρα και μπορούσαμε να χορεύουμε κ.τ.λ.
Στις 4 Δεκέμβρη κάθε χρόνο είναι η γιορτή των μεταλλωρύχων των οποίων η προστάτιδα είναι η Αγία Βαρβάρα. Είχαμε λοιπόν το μικρό εκκλησάκι αυτό εδώ και ο ιερέας περνούσε μετά τη λειτουργία από κάθε γραφείο του έργου για να το ευλογήσει. Στη συνέχεια, καλούσαμε σχεδόν τους πάντες στη Μύκονο στο πανηγύρι που κάναμε, με φαγητό, ποτά, μπύρα, κρασί κ.τ.λ. Μισθώναμε τα λεωφορεία που χρησιμοποιούσαμε για τη μεταφορά των εργατών ώστε να πηγαινοέρχονται όλη μέρα, και με αυτά φέρναμε τον κόσμο στη γιορτή. Οι πρώτοι κατέφθαναν κατά τις 12:00 και τους ξεναγούσαμε στους διάφορους χώρους των μεταλλείων, στη συνέχεια είχαμε τραπέζια με όλων των ειδών τα φαγητά για να καθίσουν. Κατά τη διάρκεια της ημέρας υποδεχόμασταν περίπου 1.000-2.000 άτομα, και καθώς νύχτωνε, τότε έπιναν περισσότερο. Είχαμε ζωντανή μουσική και κάποιοι από τους εργάτες –θυμάμαι συγκεκριμένα τον Ντεμένεο Κοντιζά που ήταν πολύ καλός χορευτής– χόρευαν το χασάπικο και άλλους ελληνικούς χορούς. Ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακό να βλέπεις τους ηλικιωμένους Έλληνες και πόση ικανότητα και με αρρενωπή χάρη χόρευαν. Το πανηγύρι κρατούσε μέχρι περίπου τη 01:00 τα ξημερώματα και την επόμενη ημέρα συγκεντρώναμε όλα τα περισσευούμενα φαγητά και τα βάζαμε σε σημείο που τρώγαμε όλοι ή τα δίναμε σε όποιον ήθελε να πάρει σπίτι για την οικογένειά του κ.τ.λ.
Έχω ακόμα μια ιστορία που θέλω να μοιραστώ. Δεν ήταν ιδιαίτερα αστεία τότε που ζούσα εδώ, αλλά, τώρα που τη σκέφτομαι τόσα χρόνια μετά, είναι πραγματικά διασκεδαστική. Όταν φορτώναμε τα πλοία στον Λούλο, υπήρχε ένας κανόνας, ότι το αμπάρι του πλοίου έπρεπε να “σκουπιστεί”, δηλαδή να καθαριστεί από τυχόν υπολείμματα πριν φορτωθεί. Συνήθως αυτό που είχε μείνει ήταν κάποιο είδος δημητριακών, όπως στάρι κ.τ.λ., από το προηγούμενο φορτίο του πλοίου, και η Εταιρεία πλήρωνε ένα έξτρα ποσόν σε όποιον έκανε αυτή τη δουλειά. Από όσο θυμάμαι ήταν ένα αξιόλογο ποσόν, αλλά δεν ήταν αυτός ο λόγος που πολλοί ήταν πρόθυμοι να κάνουν αυτή την “αγγαρεία”. Στην πραγματικότητα, αυτό που μάζευαν ήταν πολύ χρήσιμο, καθώς το χρησιμοποιούσαν για να ταΐσουν τα ζώα τους (π.χ. κότες). Μια ημέρα ήρθε ένα πλοίο που πρέπει να είχε μέσα στο αμπάρι του κάπου 15 εκ. σιτάρι –πολύ πράμα! – και προσέλαβαν εργάτες από τα Μεταλλεία για να το καθαρίσουν. Πραγματικά, έφυγαν ακόμη και με ολόκληρα τσουβάλια γεμάτα. Το πρόβλημα ήταν ότι, την επόμενη ημέρα, όταν φτάσαμε στο Μεταλλείο, υπήρχε μεγάλη αναστάτωση από μερικούς, και όταν ρωτήσαμε τι συνέβη, μας είπαν ότι τα κοτόπουλα τους πέθαιναν, και αυτό που συνέβη ήταν ότι το σιτάρι που είχαν μαζέψει από το πλοίο είχε ραντιστεί – πράγμα που ήταν πολύ συνηθισμένο στο θαλάσσιο εμπόριο για να αποφεύγουν την εμφάνιση ποντικιών και εντόμων κατά το ταξίδι με το υλικό που είχε περισσέψει. Το περισσότερο σιτάρι που είχαν μαζέψει λοιπόν ήταν δηλητηριασμένο και όταν το τάισαν στα ζώα τους, αρρώστησαν και πέθαναν. Δεν θυμάμαι τι είχαμε κάνει για να βοηθήσουμε, ίσως δώσαμε εκτάκτως χρήματα για να αγοράσουν νέα κοτόπουλα ή κάτι αντίστοιχο. Πάντως μου έχει μείνει στο μυαλό το πώς όλοι πίστευαν πως είναι διπλά κερδισμένοι κάνοντας αυτή την έξτρα δουλειά και τελικά τους κόστισε με αυτό τον τρόπο.
Κατά τις διάφορες επισκέψεις μου στη Μύκονο, όταν βρίσκομαι σε κάποιο μαγαζί στη Χώρα, ο κόσμος μου λέει συχνά ότι το υλικό που “έβγαζε” το Μεταλλείο της Μυκόνου προκάλεσε πολλά προβλήματα υγείας και επιβάρυνε τους εργάτες, καθώς ήταν δηλητήριο. Αυτό είναι έως και γραφικό για όποιον γνωρίζει, και όταν το ακούω χαμογελάω, καθώς ο βαρύτης είναι ουδέτερος, δηλαδή δεν κάνει χημική αντίδραση με κανένα άλλο στοιχείο. Οι περισσότεροι γνωρίζουν μάλιστα ότι στην ιατρική σου χορηγούν βαρύτη για να σου κάνουν διάφορες εξετάσεις, π.χ. ακτινογραφίες, και να έχουν καλύτερη αποτύπωση αντί ενδοσκόπησης. Οπότε κάτι που χρησιμοποιείται στην ιατρική θα πρέπει να θεωρείται ως ασφαλές και ο παραπάνω ισχυρισμός δεν ισχύει φυσικά. Σε αντίθεση με τον βαρύτη, μεταλλεύματα όπως ο χαλκός ή το ασήμι κάνουν συχνά χημικές αντιδράσεις με τα ορυκτά μεταλλικά στοιχεία που τα περιβάλλουν και καταλήγουν να είναι έως και δηλητηριώδη σε ένα σημείο. Αλλά είναι βέβαιο πως ο βαρύτης δεν είναι επικίνδυνος για την υγεία. Παρόλα αυτά, η Μεταλλεία, σαν τομέας, θεωρείται σκληρή και βαριά εργασία, κυρίως για το ανθυγιεινό περιβάλλον στο οποίο εργάζεσαι και εάν δεν τηρούνται οι κανόνες ασφαλείας, δηλαδή μάσκες προστασίας από τη σκόνη κ.τ.λ., και επίσης, το πιο σημαντικό είναι να υπάρχει παροχή νερού στο σημείο όπου το τρυπάνι-κομπρεσέρ δουλεύει, ώστε το σημείο να βρέχεται και να γίνεται λάσπη αντί να δημιουργεί σύννεφο σκόνης στον αέρα. Πολλοί δυστυχώς από τους εργάτες, ειδικά όταν τρυπούσαν κατακόρυφα, δεν ήθελαν να ακολουθούν τους κανονισμούς. Η δουλειά μας ήταν να φροντίζουμε να τηρούνται οι κανόνες, μα όπως ήταν φυσικό αυτό δεν συνέβαινε πάντα. Υπήρχε πάρα πολύ σκόνη, ιδιαίτερα στον Λούλο, κατά τη διάρκεια της φόρτωσης. Εκεί θυμάμαι ήταν ένας υπεύθυνος –νομίζω Λάτος λεγόταν– που ήταν προσεκτικός και φορούσε πάντα μάσκα. Σίγουρα κάποιοι από αυτούς τους παράγοντες μπορεί να προκάλεσαν θέματα υγείας στην πορεία της ζωής των ανθρώπων αυτών.
Αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι πόσο η γύρω περιοχή έχει καταλήξει τα τελευταία χρόνια να είναι μια τεράστια χωματερή με διαφόρων ειδών σκουπίδια και μπάζα, ενώ όταν ακόμη λειτουργούσαν τα Μεταλλεία, κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να παραμείνει καθαρή αυτή η βιομηχανική μεν, αλλά πολύτιμη πλευρά του νησιού.
Κατά την περίοδο που ήμουν εδώ, θυμάμαι να έγιναν 2-3 δυστυχήματα που κόστισαν ανθρώπινες ζωές. Δεν είχαμε ιδιαίτερα συχνά τραυματισμούς, αλλά είχαμε αυτά τα δύο θανατηφόρα ατυχήματα. Στο Τηγάνι, είχαμε μια γαλαρία περίπου 50 μ. κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, με πολύ απότομη κλίση και ο χειριστής του υπέρβαρου μηχανήματος έχασε τον έλεγχο κατεβαίνοντας, με αποτέλεσμα να τον παρασύρει και να τον συνθλίψει στη μία πλευρά του τοιχώματος. Και μια ακόμη φορά, με ίδιου τύπου μηχάνημα, ένας οδηγός εισήλθε σε σημείο που κανονικά απαγορευόταν η είσοδος και υπήρχε η σχετική σήμανση, όπου στη συνέχεια ένας πολύ μεγάλος βράχος κατέρρευσε από την οροφή και τον καταπλάκωσε. Παρομοίως, δύο εργάτες είχαν σκοτωθεί όταν μια πλάκα είχε ξεκολλήσει από την οροφή της γαλαρίας και τους τραυμάτισε θανάσιμα. Καθώς αλλάξαμε τη λειτουργία του Μεταλλείου από ράγες με χειροκίνητα βαγόνια, σε λίγο πιο αυτοματοποιημένα μηχανήματα, είχαμε γενικά λιγότερα ατυχήματα. Παλιότερα είχαμε περισσότερα ατυχήματα, με συχνότερο τον τραυματισμό στα δάχτυλα των εργατών κατά τη χειροκίνητη σύνδεση μεταξύ των υπέρβαρα φορτωμένων βαγονιών.
Μετά από 50 χρόνια η μνήμη μου δεν είναι πολύ ζωντανή σχετικά με τους συναδέλφους μου εδώ στα Μεταλλεία, αλλά θυμάμαι πολύ καλά δύο αδέρφια που ήταν πραγματικά τυχερά, όταν σε μια έκρηξη ο ένας παγιδεύτηκε κάτω από έναν βράχο, ο οποίος όμως κατά κάποιο τρόπο του έσωσε τη ζωή από την κατολίσθηση που ακολούθησε και στη συνέχεια τον απεγκλώβισαν σώο. Θυμάμαι επίσης ότι οι ίδιοι είχαν ένα σουβλατζίδικο στον ελεύθερο χρόνο τους. Θυμάμαι και τον Γιάννη Παππά που ήταν ο υπεύθυνος ηλεκτρολόγος στο έργο, η καταγωγή του ήταν από τη Θήβα νομίζω. Ήταν πολύ ταλαντούχος ηλεκτρολόγος. Μια φορά είχαμε ένα καινούριο κομπρεσέρ και οι γραμμές της ΔΕΗ που έρχονταν από την Άνω Μερά είχαν θέμα, οπότε όταν συνδέσαμε το μηχάνημα κόλλησε, κατά κάποιο τρόπο, και μας κάλεσαν εδώ στην πλατεία από τη ΔΕΗ και μας είπαν ότι κάτι κάναμε λάθος, δοκιμάσαμε ξανά και τότε μας είπαν ότι αν κάνουμε και τρίτη απόπειρα θα μας κόψουν την παροχή. Ο Γιάννης Παππάς τότε δούλευε στη Μήλο σε ένα άλλο έργο μας, τον καλέσαμε λοιπόν και μας έδωσε ακριβείς οδηγίες τηλεφωνικά για το πώς να αλλάξουμε τη συνδεσμολογία και να λειτουργήσει σωστά το μηχάνημα. Ο ίδιος ο μηχανολόγος μας δεν γνώριζε πώς να το κάνει, αλλά οι οδηγίες του Γιάννη από το τηλέφωνο –παρόλο που ήταν αυτοδίδακτος– μας έδωσαν τη λύση.
Στον ελεύθερο χρόνο μας –γελάω γιατί δεν είχαμε και πολύ ελεύθερο χρόνο, η γυναίκα μου λέει πως δεν ήμουν ποτέ σπίτι– τις Κυριακές, όταν δεν είχαμε φόρτωση πλοίου, πηγαίναμε στη Χώρα σε κάποια από τα μπαρ όπως το ΘΑΛΑΜΙ, που το είχε τότε ο Μπάμπης Χειμωνάς ή πηγαίναμε σε κάποια παραλία. Ενώ η γυναίκα μου πήγαινε τα παιδιά σχεδόν κάθε μέρα στην παραλία, εγώ πολύ σπάνια κατάφερα να βρω τον χρόνο να πάω και να κολυμπήσω μαζί τους. Κάτι άλλο που κάναμε, ήταν να χρησιμοποιούμε τις μπουκάλες οξυγόνου που είχαμε εδώ –είχαμε μηχάνημα κομπρέσορα που τις γεμίζαμε– για να κάνουμε καταδύσεις κάποιες φορές για διασκέδαση– διότι συνήθως τις χρησιμοποιούσαμε για να ελέγχουμε και να ξεμπλέκουμε τις άγκυρες των φορτηγών πλοίων στον Λούλο που είχαν συχνά θέματα.
Μια άλλη φορά, ενώ φορτώναμε ένα πλοίο στον Λούλο, κάποια άτομα από το πλήρωμα ήθελαν να κατέβουν στη Χώρα, οπότε μου ζήτησαν να τους αφήσω στην Άνω Μερά για να πάρουν το λεωφορείο. Όταν γύρισα στον Λούλο, είδα το πλοίο μισοφορτωμένο να έχει απομακρυνθεί και τους εργάτες να “παλεύουν” να το κουμαντάρουν, έριξαν την άγκυρα κ.τ.λ. Αυτό που είχε συμβεί ήταν ότι στο σημείο εκείνο ένας πολύ μυτερός βράχος είχε τρυπήσει το πλοίο στη βάση του και τελικά βυθίστηκε. Όταν το πλοίο βυθιζόταν, είχε επάνω του πλήρωμα περίπου 25 ατόμων, και τη σύζυγο του καπετάνιου, που τότε ήταν 8 μηνών έγκυος. Ο καπετάνιος χρησιμοποίησε το μηχάνημα το οποίο “εκτοξεύει” τον κάβο και χρησιμοποιήσαμε από εδώ ένα πολύ γερό σχοινί, για να δημιουργήσουμε μια υποτυπώδη γέφυρα ώστε να βγουν από το πλοίο. Για να δοκιμαστεί αυτή η κατασκευή, χρησιμοποιήσαμε ένα άτομο από το πλήρωμα το οποίο είχε νωρίτερα, μέσα στον πανικό του, πηδήξει από το κατάστρωμα στη θάλασσα (!) γιατί δεν θέλαμε να διακινδυνεύσει η εγκυμονούσα. Αφού είδαμε ότι αυτός ήταν ένας ασφαλής τρόπος εξόδου, τότε βγάλαμε έτσι και τη σύζυγο του καπετάνιου και τους υπόλοιπους. Οπότε αυτή ήταν η ιστορία του ΙΟΝΙΟΝ ΠΕΛΑΓΟΣ.
Ανά τα χρόνια παραμείναμε σε επαφή με δύο ανθρώπους που είχαν επιτελέσει βασικούς ρόλους εδώ στη Μύκονο. Ο ένας από αυτούς είναι ο Τάσος Παπαδόπουλος που διηύθυνε το Μεταλλείο από το ’75 έως και το κλείσιμο το 1986. Ήταν ένας πολύ ικανός μηχανικός μεταλλείων, είχε μόλις απολυθεί από τον Στρατό το φθινόπωρο του ’69, και ανέλαβε να συντονίσει ένα μεγάλο κομμάτι του προσωπικού εδώ. Ήταν πολύ μεγάλη βοήθεια στο κομμάτι της επικοινωνίας και στη συνέχεια ανέλαβε τη διοίκηση του μεταλλείου μέχρι και το κλείσιμο. Κρατήσαμε επαφή λοιπόν με τον Τάσο και την οικογένειά του. Ο άλλος με τον οποίο κρατήσαμε επαφή είναι ο Παναγιώτης Κουσαθανάς («Μπέμπης»). Ο Παναγιώτης είναι Μυκονιάτης και έχει παντρευτεί μια Αμερικανίδα, την Τζόαν, όπου η γυναίκα μου ήταν στο γάμο τους πριν 50 χρόνια εδώ στη Μύκονο. Είμαστε πολύ καλοί φίλοι και με τα δύο ζευγάρια που ανέφερα και μας έχουν επισκεφθεί και στην Αμερική. Μια φορά κάναμε και οδικό ταξίδι με τον Τάσο και τη γυναίκα του και διασχίσαμε τις μισές ΗΠΑ, γιατί ήθελε να δει τις Δυτικές πολιτείες. Αυτοί είναι βασικά οι άνθρωποι με τους οποίους κρατήσαμε πιο στενή επαφή, αλλά και με πολλούς άλλους π.χ. την Άντζελα Χειμωνά και τον σύζυγό της Μπάμπη Χειμωνά, που επισκεπτόμασταν πάντα όταν ερχόμαστε στη Μύκονο και κρατάμε αλληλογραφία μέσω email.
Κάθε 3-4 χρόνια έρχομαι στα Μεταλλεία και κοιτάζω πώς είναι εδώ η πλατεία και τα κτήματα και είναι δύσκολο, γιατί θυμάμαι όταν όλα δουλεύαν και τώρα δεν υπάρχει κανένας. Σιγά σιγά όλα καταρρέουν, αλλά στο μυαλό μου είναι ίδιο, πολλά δεν έχουν αλλάξει γιατί μπορώ να θυμάμαι τον κόσμο που δούλεψε εδώ. Γι’ αυτό είναι λίγο δύσκολο να είναι το ίδιο χωρίς τον κόσμο.
Προσωπικά με ενδιαφέρει ιδιαίτερα η ιστορία και π.χ. όταν κοιτάζεις στη Wikipedia δεν υπάρχει τίποτα σχετικά με τα μεταλλεία της Μυκόνου, παρόλο που υπάρχουν κάποια πολύ ιδιαίτερα σημεία, όπως στη Βαθιά Λαγκάδα, που βλέπεις ότι πολλοί άνθρωποι είχαν δουλέψει σκληρά. Δυστυχώς πολλοί από αυτούς δεν είναι πλέον στη ζωή. Ό,τι λοιπόν καταφέρει κάποιος να καταγράψει είναι πολύτιμο. Δεν ξέρω κατά πόσο οι τουρίστες ενδιαφέρονται να μάθουν την ιστορία των Μεταλλείων, αλλά βλέπω συχνά να οδηγούν μέχρι εδώ και να αναρωτιούνται γι’ αυτόν τον χώρο και ποια ήταν η ιστορία του. Και αν έχω βοηθήσει με αυτή την συνέντευξή μου να προστεθεί έστω και κάτι μικρό στην αποτύπωση της ιστορίας τους, θα είμαι πολύ χαρούμενος.
Οι μεταλλωρύχοι που εργάστηκαν εδώ στη ΜΥΚΟΜΠΑΡ, οι άνθρωποι που δούλεψαν υπόγεια –διότι στο συγκεκριμένο μεταλλείο η περισσότερη δουλειά έγινε υπόγεια– ήταν 2-3 ειδών άνθρωποι. Η μία κατηγορία είναι εκείνοι για τους οποίους δεν είχε καμία διαφορά το να δουλεύουν υπόγεια και ήταν σαν να παίρνεις το μετρό στην Αθήνα. Μετά ήταν εκείνοι που είχαν έναν κάποιο φόβο να δουλέψουν υπόγεια, και μετά υπήρχαν και εκείνοι που δεν μπορούσαν να κατέβουν να δουλέψουν υπόγεια και να ξεπεράσουν τον φόβο τους. Με τα χρόνια και παρόλο που η Μεταλλεία θεωρείται ένα από τα πλέον επικίνδυνα επαγγέλματα, οι εργάτες που δούλευαν υπόγεια ανέπτυξαν μια αντίσταση στον φόβο και έγιναν πιο θαρραλέοι. Για εμένα, και από την δική μου εμπειρία, αυτό είναι απλά άλλο ένα σαν όλα τα επαγγέλματα. Μπορώ να σας πω πως υπάρχουν μεταλλεία στην Αμερική που έχουν μέσα καφετέριες, με τη μόνη διαφορά ότι δεν υπάρχουν παράθυρα, δεν τα ξεχωρίζεις από ένα κανονικό μαγαζί και οι άνθρωποι είναι πολύ χαλαροί. Εδώ ήταν κάπως διαφορετικά. Αναγνωρίζω ότι το να δουλεύεις με δυναμίτη δεν είναι και το πιο ασφαλές πράγμα, αν δεν το χειριστείς σωστά – αλλά ακόμη και οι ψαράδες εδώ στο νησί συχνά χρησιμοποιούν δυναμίτη. Μάλιστα αυτός ο δυναμίτης πολλές φορές είχε προέλθει από τα Μεταλλεία γιατί έμπαιναν κρυφά τα βράδια και έπαιρναν από τα αποθέματα που είχαμε εδώ. Αναγνωρίζω επίσης ότι η Μεταλλεία είναι σκληρό σαν επάγγελμα, όπως όλα τα χειρωνακτικά επαγγέλματα που δεν θα μπορούσε να κάνει κάποιος που είχε συνηθίσει να δουλεύει σε γραφείο. Πηγαίνεις υπόγεια και κουβαλάς πάντα μαζί σου μια λάμπα. Στα τελευταία χρόνια, εδώ στη ΜΥΚΟΜΠΑΡ είχαμε λάμπες με μπαταρία που ήταν ελαφρύτερες και πιο εύκολες στη μεταφορά, αλλά παλιότερα ήταν πιο δύσχρηστες και επίσης ακόμα πιο παλιά αναγκάζονταν να χρησιμοποιούν κεριά. Όμως η σύγχρονη τεχνολογία –κράνη, φως επί κεφαλής και ακουστικά που απορροφούν το θόρυβο από το τρυπάνι– είναι αρκετά πιο ξεκούραστη δουλειά. Όταν εγώ ήμουν εδώ, όλοι φορούσαν μπότες, συχνά με μεταλλική μύτη. Όταν κάποιος ερχόταν με ακατάλληλα παπούτσια, π.χ. σανδάλια, δεν του επιτρέπαμε να εργαστεί γιατί ακόμα και ένα σχετικά μικρό κομμάτι βράχου μπορούσε να του τραυματίσει άσχημα το πόδι.
Θα σου πω και μια καλή ιστορία για τον πατέρα σου . Μια Κυριακή του ’75 –ζούσαμε στο σπίτι της ΜΥΚΟΜΠΑΡ– κατά το μεσημέρι, χτύπησε η πόρτα του σπιτιού και ήταν ο πατέρας σου με μια κότα. Ήθελε να χρησιμοποιήσει το γκρέιντερ νομίζω – και έτσι ήταν ο πατέρας σου, δεν ήθελε ποτέ να ζητήσει κάτι με άδεια χέρια. Μας έδωσε λοιπόν το κοτόπουλο ζωντανό, αλλά, καθώς και εγώ και η γυναίκα μου ήμασταν μεγαλωμένοι σε πόλη, δεν είχαμε ιδέα πώς να σφάξουμε ένα κοτόπουλο, οπότε το κρατήσαμε, και αν θυμάμαι καλά, δέσαμε τα πόδια του και την επόμενη ημέρα ζητήσαμε από μια γυναίκα που δούλευε για εμάς, τη Μαρία Σιδερή, να το κάνει, καθώς εκείνη ήξερε και να το σφάξει και να το μαγειρέψει. Ήταν η πρώτη φορά που μου έφερε κάποιος δώρο ένα ζωντανό. Ο πατέρας σου ήταν ένας φοβερός άνθρωπος με δυνατή φωνή και γενναίο παρουσιαστικό. Ήταν πάντα χαρούμενος και ευδιάθετος, αλλά όταν ήθελε να σου δείξει ότι ήταν απογοητευμένος, ήξερε να το κάνει εμφανές στην έκφρασή του.

[συνέντευξη-βιντεοσκόπηση: Δ. Καλφάκης, 11-10-2019]